Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Tο βρώμικο τέλος της δεκαετίας του 90

Αυτή η πόλη δεν σε αφήνει να ξεχάσεις ποτέ.

Το κυκλοφοριακό πρόβλημα επεκτείνεται απο τους δρόμους στις γραμμές της μνήμης. Προσπαθώντας να γλιτώσω απο την κίνηση στενό στο στενό..βρέθηκα μπροστά στο σπίτι σου. Σταμάτησα απ’έξω...Πόσες δύσεις και ανατολές είχαμε ζήσει απο αυτή την βεράντα σου. Η νοσταλγία με ανάγκασε να βγώ έξω απο το αυτοκίνητο...... Ένα ενοικιαστήριο φιγουράριζε κολλημένο πάνω στην πόρτα.Το χέρι μου χτύπησε το κουδούνι χωρίς να πάρει καμμιά εντολή απο τον εγκέφαλο..

Μιά πανέμορφη γυναίκα γύρω στα 55 μου άνοιξε την πόρτα.Αναγώρισα την μητέρα σου.....πάγωσα.

-Καλημέρα...είπα και προσευχήθηκα στο θεό της μνήμης οι 2-3 φορές που είχαμε συναντηθεί πριν 10 χρόνια να μην την βοηθήσουν να με θυμηθεί.

-Καλημέρα.....μου απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο........χαμόγελο της θλίψης....

Παύση. Ένοιωθα τα μάτια μου να μαζεύουν μέσα απο τα γυαλιά ηλίου.

-Για το σπίτι; με ρώτησε δίνοντας μου να καταλάβω οτι οι πιθανοί ενοικιαστές ήταν οι μόνοι επισκέπτες....

-Ναι .....απάντησα........νιώθωντας ανακούφιση για την ύπαρξη μιας λογικής εξήγησης που βρέθηκα εκεί.

-Περάστε ......μου απάντησε........και ανοίγοντας τελείως την πόρτα αποκαλύφθηκε ένα ποτήρι ουίσκυ που κρατούσε στο δεξί της χέρι. Αν ήσουν εσυ 55 θα ήσουν έτσι ακριβώς.......elegantly wasted…… politically incorrect……και όλοι αυτοι οι αγγλόφερτοι χαρακτηρισμοί που όταν τους μεταφράζεις χάνουν την φιλολογική αξία τους.

-Πάντα πίνω ένα πριν το φαγητό μου είπε φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη της...χαμογελώντας. Είπε το ψέμα με τον ίδιο γλυκό τρόπο που θα το έλεγες και εσύ.........μια απάντηση-δικαιολογία στο βλέμμα μου, που έμεινε λίγο περισσότερο απο όσο επιτρέπει το παιχνίδι της διακρικότητας στο ποτήρι με το ουίσκυ.

-Ο βασικός λόγος που θα νοικιάσετε αυτό το σπίτι είναι η βεράντα ....μου είπε καθώς ακούμπησε το ποτήρι στο πάσο.......για αυτό ας ξεκινήσουμε απο εκεί- είπε και προχώρησε προς την βεράντα κάνοντας μου νόημα να ακολουθήσω.

Ο μεγάλος σκηνοθέτης συνεχίζει να με κοροιδεύει.
Γι αυτή την βεράντα είχα σταματήσει απ’έξω..........και βρίσκομαι εκεί χωρίς καν να το ζητήσω.....Προχωρώντας βλέπω οτι ο χώρος δεν έχει αλλάξει καθόλου......βγαίνοντας στην βεράντα βλέπω στο βουνό απέναντι το λιγοστό χιόνι που έχει απομείνει να παλεύει με τον ήλιο των αλκυονίδων .......και γυρνάω πίσω να ξαναζήσω την τελευταία φορά που σε είδα............
12 Φεβρουαρίου 1999.


Είχαμε ξεμείνει σπίτι σου όπως συνέβαινε συχνά εκείνη την εποχή. Με είχε ξυπνήσει το φώς που γαργάλαγε τα μάτια μου......ποτέ δεν κλείναμε τα παράθυρα.. Βρήκα τα ρούχα μου ανάμεσα σε γυμνά κορμιά......και υπολλείμματα χρήσης όλων των ειδών ναρκωτικών. Ξαναζέστανα τον καφέ που σκούριαζε για μέρες μέσα στην καφετιέρα, πήρα ένα περιοδικό που είχε εξώφυλλο τον Ταραντίνο και βγήκα στην βεράντα. Φόρεσα ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, μάλλον γυναικεία, που ήταν πεταμμενα στο πάτωμα. Άναψα ένα τσιγάρο και απολάμβανα την θέα με τον ήλιο να με ζεματάει.

Βγήκες έξω τυλιγμένη σε ένα σεντόνι κάθησες δίπλα μου....συννέφιασε.....ο ήλιος υποχώρησε αμαχητί μπροστά στην απειλή της ομορφιάς σου.

-Αυτά είναι δικά μου......μου είπες παίρνοντας τα γυαλιά ηλίου απο τα μάτια μου.- Καφέ και τσιγάρο....συνέχισες και με τον ίδιο «αποικιοκρατικό» τρόπο πήρες απο τα χέρια μου την κούπα με τον καφέ και το τσιγάρο μου. Σε κοίταξα και χαμογέλασα.

-Λατρεύω την απόλυτη ηρεμία σου..μου είπες ανταποδίδωντας το χαμόγελο

-Κι εγω την απόλυτη ομορφιά σου.....έγειρα πάνω σου και σε φίλησα στο μάγουλο

-Λατρεύω και το μυαλό σου.........συνέχισες και τα μάτια σου τρύπησαν το μαύρο φακό των γυαλιών και συναντήθηκαν με τα δικά μου....- Πώς είναι να είσαι εσύ......με όλες αυτές τις γυναίκες να κάθονται ώρες απέναντι σου περιμένοντας να ανοιξεις το στόμα σου.....περιμένοντας κάθε βδομάδα την εφημερίδα για να διαβάσουν μια μόνο παράγραφο σου....περιμένοντας το τέλος κάθε παρτυ για να πιάσεις την κιθάρα και να πείς το χαζοτραγουδάκι σου που θα τις ξετρελάνει; Πώς είναι να είσαι εσύ ....πώς είναι να είσαι εσύ...πές μου....πές μου......

Έκρυψες το πρόσωπό σου στο στήθος μου. Έβαλα απαλά το χέρι μου στο λαιμό σου και σήκωσα το κεφάλι σου.

-Πως είναι να έισαι εσύ;.....ανταπέδωσα την ερώτηση και ένα χαμόγελο.

-Εύκολο...είπες.....όλοι θέλουν να με πηδήξουν.

Σηκώθηκες απο την καρέκλα σου και έκατσες πάνω μου.Με φίλησες....με τύλιξες με το σεντόνι σου...δεν φορούσες τίποτα....

-Θέλεις να με πηδήξεις ....ρώτησες ανάμεσα σε γέλια και λυγμούς

Σε πήρα αγκαλιά και σε άφησα στην καρέκλα σου.Σηκώθηκα και έσκυψα πάνω σου....

-Πάω να βάλω μουσική..είπα....να σου φέρω κάτι απο μέσα;

-Ουίσκυ....είπες

-Μήπως είναι λίγο νωρίς; ....ρώτησα με ύφος πατέρα που θέλει να απαγορέυσει κάτι στο παιδί του αλλά ποτέ δεν μπορεί

-Έχω πιεί καφέ....είπες

Μπήκα μέσα. Κοιμόντουσαν καμμιά δεκαριά άτομα παντού. Έβαλα τον πρώτο δίσκο των Suede που σου είχα κάνει δώρο την Πρωτοχρονιά. Πήρα απο το τραπέζι ένα μισογεμάτο ποτήρι ουισκυ που είχε μείνει απο εχθές.

Βγαίνοντας σε είδα να μαζεύεις ένα χάπι απο κάτω. Ακούμπησα το ποτήρι στο τραπέζι.

-Πάγο......ρώτησες και με κοίταξες

-Έλιωσε ....είπα με μια υποψία θυμού στην χροιά της φωνής μου

-Τι ελπίδες έχω να είναι Βάλιουμ αυτό;...ρώτησες δειχνοντάς μου το χάπι

-Πολλές είπα, αν σκεφτείς τι γινόταν εδώ χτές το βράδυ......Πρέπει να φύγω...έχω να επιστρέψω κάτι βιβλία στην βιβλιοθήκη. Με κοίταξες και χαμογέλασες.

Ειχες καταλάβει οτι δεν έιχα πάει ποτέ στην ζωή μου σε βιβλιοθήκη και απλά ήταν η ηλίθια δικαιολογία που είχα εφεύρει για να φεύγω απο άβολες καταστάσεις.

Έβαλες το Βάλιουμ πάνω στο τραπέζι και το έλιωσες με τον πάτο του ποτηριού........άδειασες την σκόνη μέσα στο ουισκι και ήπιες. Με κοίταξες και δύο δάκρυα κύλησαν κάτω απο τα γυαλιά ηλίου.

-Σου άρεσε το πάρτυ χθές; ρώτησες

-Δεν θυμάμαι και πολλά απάντησα...και σε φίλησα στο μέτωπο.......Πρέπει να φύγω..καλημέρα....Ιωάννα

Καθώς έφευγα με φώναξες...

-Όμορφε.......είπες και ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο σου...στο επόμενο πάρτυ θα πηδήξω εγώ...

Σήκωσες τα γυαλιά σου και είδα για τελευταία φορά τα μάτια σου.

Εφυγα.
Μετά απο 2 ώρες χτύπησε το τηλέφωνο μου.
Μια φωνή..... «Η Ιωάννα έπεσε απο το μπαλκόνι».

2011



Δίπλα μου στέκεται η μητέρα σου και εγώ παριστάνω τον ενοικιαστή......στην ίδια βεράντα. Την κοίταξα.....

-Πρέπει να φύγω της είπα......έχω να επιστρέψω κάτι βιβλία στην βιβλιοθήκη και δεν θα προλάβω...., πήρα μια ανάσα, θα έρθω αργότερα.

-Όπως θέλετε μου είπε

Ο θόρυβος της πόρτας που έκλεισε με ξαναγύρισε στο 1999. Την μέρα που πήδηξες τελικά, ήρθα στο σπίτι σου. Ήταν γεμάτο μπάτσους που έψαχναν και αγουροξυπνημένους ναρκομανείς, αυτοκαταστροφικούς celebrities.; Έτρεξα στην βεράντα. Κοίταξα κάτω αλλά είχαν πάρει το κορμί σου. Υπήρχαν μόνο κόκκινες κορδέλες της αστυνομίας......και το περίγραμμα του κορμιού σου....σχηματισμένο πάνω στο ξύλινο πάτωμα με το καθάριο άσπρο της κιμωλίας.........οριοθετώντας το βρώμικο τέλος της δεκετίας του 90.


Commandante Horhito

Αυτή η πόλη δεν σε αφήνει να ξεχάσεις
Σχέδιο:Aris Tsoutsikas

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου