Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

η επόμενη μέρα

Peter Berzanskis

κι όταν τελειώσουν τα πάρτι
φύγουν οι αγιοβασίληδες
και τα δέντρα καταλήξουν μαδημένα
στα πεζοδρόμια
εσύ κι εγώ εδώ θα είμαστε 
κι η μόνη γιορτή που θα χουμε τότε
θα είναι ο ένας τον άλλο.

Γιώργος Τρίκερι





Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

long live Lemmy



Ηταν ο έρωτας μου στο σχολείο. Πολύ ψηλός, με μακριά -πιο μακριά από τα δικά μου- ξανθά μαλλια και γαλάζια μάτια. Στο δεύτερο θρανίο πίσω από μενα. Πανέξυπνος αλλά δεν διάβαζε ποτέ. Συνήθως δεν κρατούσε και τσάντα αλλά ενα τετράδιο -ρολό στην κωλοτσεπη κι ενα δανεικό στιλό, καθε μερα και από διαφορετικό συμμαθητή μας. Χεβυμεταλάς. Μαύρα ρούχα, στολή, σαν μονοκόμματη φορεσιά. Αμάνικο μπλουζάκι, με τα μανίκια κομμένα απο τον ίδιο με ψαλίδι, η πρωτη του δουλεια όταν τ'αγοραζαμε. Πολύ στενό παντελόνι-σωλήνα. Τα χέρια του δεν φαίνονταν από τα τατουάζ και τα περικάρπια. Μαύρα και αυτά με καρφιά με καμπυλωτες άκρες για να μην με γδέρνουν όταν μου χάιδευε το μάγουλο και τα μαλλιά. Αγαπούσε τους Motörhead. Μονίμως κάποιο τραγουδι τους ειχε στο στόμα του. Στα πολύ δυνατά ξεχνιόταν, παρασυρόταν και χόρευε κουνώντας το κεφάλι του μπρος -πίσω, με τα μαλλια του να κρύβουν το προςωπο του. Εκεί χανόταν λίγο και εγώ δεν τον ενοχλούσα. Χαιρόμουν με το πάθος του. Όταν τελείωνε το τραγούδι επανέρχονταν στην πραγματικότητα κατακόκκινος και μου ζητούσε συγνώμη που παρασύρθηκε παλι. Α δεν με πείραζε καθόλου. Λάτρευα τον ενθουσιασμό και την αλήθεια με την οποία έκανε το ίδιο καθε φορά.

Τον πηρα τηλέφωνο το πρωί. Το κατάλαβε, το περίμενε. Δεν μπορούσε να μιλήσει γιατί ηταν στην δουλειά. Θα μιληςουμε αργότερα.
Για τον Lemmy. Για το σχολείο. Για τότε.

Ηρώ Παπαδάκη

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

γυμνό


- Πότε θα έρθεις;
- Νύχτα θα έρθω.
- Πότε;
- Όταν θα είσαι έτοιμη για τη θάλασσα…
- Ποια;
- Τη θάλασσα, τη θάλασσα που θυμώνει, που αλατίζει το βλέμμα σου, που σε πονάει … όταν θα είσαι έκρηξη, όταν θα είσαι όπλο.
- Πότε;
- Όταν θα έχει γεννηθεί ξανά το σώμα, όταν τα σημάδια σου δεν θα έχουν ονόματα, όταν θα αντέχεις τον πόθο και τη σιωπή… τη δική μου σιωπή… τη δική σου σιωπή …τη σιωπή στο δωμάτιο …
- Θα αργήσεις λοιπόν …
- Δεν αργεί η θάλασσα, ούτε η σιωπή, ούτε η σφαίρα … μάθε να γδύνεσαι…
- Πότε θα έρθεις;
- Μάθε να γδύνεσαι …

Αυγή, 25/11/2015

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Η αναπαράσταση των εραστών σε σμίκρυνση

Rudolf Bonvie
Κάθε ερωτική περίσταση, συναντά δυσκολίες στην αρχή, όταν η ντροπή καταλαμβάνει άγρια τα ανθρώπινα μέλη,
χέρια με δάχτυλα ιδρωμένα, στάζει η παλάμη από την αγριότητα της διάθεσης για δόσιμο στον άλλον,
αλλά οι εραστές είναι μια πολύπλοκη υπόθεση, καθώς η ντροπή παλεύει με την εγκράτεια, έτσι, καθώς η άγνωστη πύλη της περιπέτειας και της φλόγας ανοίγει και προκαλεί,
τότε οι εραστές πίνουν, καπνίζουν, πίνουν, καπνίζουν, καταλήγουν να έχουν στεγνό στόμα, να χτυπάει η καρδιά τους τόσο δυνατά λες κι ένα πουλί φτεροκοπά πίσω από το στήθος τους, η ώρα γίνεται 2 την νύχτα,
έπειτα σιγά σιγά φεύγει η ντροπή και αρχίζει η ώρα της εκτέλεσης, καθώς τα τόξα των ηδονών διπλώνονται ελαφρά, ετοιμοπόλεμα για να πετάξουν προς τα επάνω,
καθώς τα φιλιά ανοιγοκλείνουν τις διόδους προς την τελική έξοδο,
τότε ο ένας εραστής ζητά να παρατείνει την τελική παράδοση,
αναστενάζει και βογκάει σαν γάτα που σκοτώνει μια άλλη, η 'ώρα έφτασε 3, τότε ακριβώς η γυναίκα που μεταμορφώθηκε σε αιλουροειδές καβαλάει τον άντρα και μπήγει στο στόμα του μια γλώσσα στιλέτο,
ο άντρας ζητά την ολοκλήρωση, εκείνη σταματάει για λίγο τις σωματικές εκχυμώσεις,
σηκώνεται, πίνει και καπνίζει, την ακολουθεί κι αυτός με τα μάτια κατακόκκινα από έναν ύπουλο πυρετό, πίνει, καπνίζει, σκέφτεται πως έχει σταματήσει να σκέφτεται,
αναστενάζει, τότε εκείνη θα του ξαναδοθεί, η ώρα πήγε 5, αρχίζει να φαίνεται ένα ελαφρό φως της επόμενης μέρας,
τότε εκείνη δεν νιώθει ανήμπορη μπροστά του, ούτε κι εκείνος,
ενώνουν τα σώματα τους και λευτερώνουν φωταψίες, κομήτες γαλάζιους, κομήτες με κόκκινες ουρές,
το πάθος με όλους τους χρωματισμούς του, λευτερώνει τα ανείπωτα,
κάθε νέος εραστής ξεκλειδώνει και κάτι στον άλλον,
τότε φάλαινες και δελφίνια κολυμπούν δίπλα τους,
καθώς το κρεβάτι τους 6 το πρωί έχει γίνει ένας παγκόσμιος χάρτης, με αφετηρία τα κορμιά τους, θα δονηθούν σε μια αόρατη μουσική, σε μια αόριστη οριστική, σε έναν ενεστώτα που παλεύει με τον μέλλοντα,
θα δονηθούν σε μια άλλη ατμόσφαιρα,
έπειτα καθώς αποβάλλουν την κτηνώδη δύναμη που έρχεται από τους λαγόνες και τινάζει τα δάχτυλα, τινάζει τα άκρα με μυρμηγκιάσματα και λάβα,
τότε σαν ενωμένοι τοξοβόλοι τινάζουν τα φύλα τους στον ουρανό κι εκεί τώρα οι φάλαινες και τα δελφίνια πετούν δίπλα τους στον ουρανό, ο ουρανός ενώθηκε με την γη κι η ώρα σπάει, καταργείται η έννοια του χρόνου,
οι εραστές τότε, καθώς ξεκολλούν ο ένας από τον άλλον αναρωτιούνται αν θα ξανασυναντηθούν,
καθώς αυτό το ρωτάνε ταυτόχρονα ένας αετός πετάει ξυστά από το κεφάλι τους, είναι η φλόγα τους, η δύναμη τους, που έγινε πετούμενο και πέταξε μακριά τους...
Μα κάτι άλλο βρίσκεται στην θέση της, μια γλυκύτητα κι ένα θάμπος για τον κόσμο,
όλα γυαλίζουν σαν χρυσάφι...

 Πόπη Συνοδινού

επισκεφτείτε τον κόσμο της Πόπης: popisynodinou.blogspot.gr



Σινεμά με την Βίκυ: Love ...+ σεξ + σεξ και λίγο σεξ ακόμα


Love - Gaspar Noe (2015)

Ο Murphy, ένας νεαρός Αμερικανός, βρίσκεται στο Παρίσι για σπουδές κινηματογράφου. Εκεί, θα γνωρίσει την Electra, μία απελευθερωμένη Γαλλίδα καλλιτέχνιδα.
Ο αμφιλεγόμενος δημιουργός του σοκαριστικού Irreversible και του ψυχεδελικού Enter the void, επιστρέφει ξανά προκλητικός και ακομπλεξάριστος, με ένα τρισδιάστατο μελοδραματικό πορνογράφημα.
Τεχνικά, μας καλύπτει για ακόμα μία φορά, με φανταστικά γκρο πλαν και πλάνα από ψηλά, χρησιμοποιεί και πάλι το κόκκινο ως κύριο χρώμα, οι κινήσεις των σωμάτων θυμίζουν χορογραφία και όλες οι σκηνές σεξ, οι οποίες είναι το βασικό κομμάτι της ταινίας, είναι ωμές αλλά γεμάτες πάθος.
Το σενάριο είναι απλό και μονότονο και δε βοηθά τους πρωταγωνιστές να αναδείξουν το ταλέντο τους, προσφέροντας στο θεατή αρκετά μέτριες έως αδιάφορες ερμηνείες, εκτός από τις ερωτικές σκηνές που είναι ρεαλιστικές και προσεγμένες.
Η υπόθεση είναι σε αρκετά σημεία χαοτική, με πολλά χρονικά πισωγυρίσματα. Το τέλος της ταινίας διαδέχεται τη μέση της ταινίας, η μέση διαδέχεται την αρχή, η αρχή ξανά τη μέση και πάει λέγοντας.
Διάχυτη παντού, η εγωμανία του δημιουργού, ο οποίος "βαφτίζει" τον πρώην της Electra, Noe, το γιο του πρωταγωνιστή, Gaspar, ενώ στο σπίτι του προαναφερόμενου, υπάρχει το dvd του I stand alone, της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του.
Υπερβολικά πολλές οι σκηνές σεξ, που σκοπός τους δεν είναι να προσθέσουν κάτι στην υπόθεση, αλλά να εκφράσουν τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, μέσα από μία ψυχωτική, καταστροφική κι όμως εξαιρετικά δυνατή αγάπη. Σκηνές γεμάτες οργή, θυμό, βία, κυρίως ψυχολογική, αλλά και σκηνές πάθους, έρωτα και ευτυχίας.
Δεν είναι από τις καλύτερες ταινίες του Noe, δεν είναι εύκολη η προβολή της, δεν θα σε ικανοποιήσει ιδιαίτερα ως δημιουργία, θα σε κουράσει, ίσως σε προκαλέσει ή σε σοκάρει αν δεν έχεις συνηθίσει κάτι ανάλογο (τότε θα μου πεις γιατί ασχολείσαι με ευρωπαϊκό κινηματογράφο;), αλλά σίγουρα αξίζει να τη δεις.

Βίκυ Ελευθερίου



Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

φαντασιώσεις ενός διανοούμενου

Salvador Dali

δεν πρόλαβα να κάνω σεξ
με την Σίλβια Πλαθ
ούτε να χορέψω με την Φρίντα Κάλο
ούτε καν μια βαρκάδα
με την Βιρτζίνια Γουλφ
ελπίζω με σένα
να προλάβω.

Γιώργος Τρίκερι




Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

φιλιά, ματιές κι ένας κόκκινος καναπές



μανιτάρια στη μέση του βρεγμένου οδοστρώματος
της Ακαδημίας 
έπεσαν από κάποιο φορτηγό
ή έβρεξε μανιτάρια
λευκά σαν άγια πνεύματα
σπάω αμύγδαλα στη χούφτα μου
μια κοκκινομάλλα κυρία
ντυμένη ως ζέβρα
ή τίγρης σιβηρίας
ή παγωτό κασάτο
τραβάει φωτογραφίες τους περαστικούς

-πως τολμάς να είσαι τόσο όμορφος
και μπουκωμένος αμύγδαλα?
σίγουρα κάποτε ήσουν καπνιστής,
το ακούω στη φωνή σου
(δεν είχα πει κουβέντα
και ούτε πρόλαβα να πω)

ήρθα με καθυστέρηση στο ραντεβού μας
ως ηδονή
ως γοητεία
ως χειμωνιάτικο τραγούδι
με καλοκαιρινό ρεφραίν
έτσι θα θυμάμαι τη βιαστική συνουσία 
που μου χάρισες
στον κόκκινο καναπέ
κι εκείνη τη φλούδα λεμονιού
που απαλλοτρίωσες από το ποτό μου.

Γιώργος Τρίκερι

λικέρ από χριστουγεννιάτικα στολίδια



Πριν από λίγους μήνες κάποιος μου συνέστησε μια νέα μέθοδο τη μνήμη μου για να ταλαιπωρώ και δήθεν να γυμνάζω. Να αφιερώνω, λέει, ένα μόλις δεκάλεπτο το βράδυ κάθε Κυριακής και να επιδιώκω να ανακαλώ με χρονολογική σειρά όλα τα γεύματα που έφαγα μες στη βδομάδα που πάει να τελειώσει. Δοκίμασα δυο-τρεις φορές αυτό το ενδιαφέρον πείραμα, με μάλλον όχι και τόσο ενθαρρυντικά αποτελέσματα για την πνευματική μου υγεία. Την Τρίτη δεν ήταν που έφαγα φακές; Α, όχι! Την Τρίτη είχα πάει για τσίπουρα. Ή μήπως ήταν την Τετάρτη; Γιατρέ, ανησυχώ. Αλήθεια, τι έχω πάθει;
Η καθεμιά από τις, γνώστες τουλάχιστον, αισθήσεις μας έχει ανοίξει στην τράπεζα της μνήμης μας έναν λογαριασμό και αναλόγως των καθημερινών μας παραστάσεων αδιάκοπα τον τροφοδοτεί, αγνοώντας επιδεικτικά τις θνητές ανάξιες αντοχές της. Η γεύση, ως αρχαιότερη και πιο δοκιμασμένη αίσθηση, έχει με την επίγεια μνήμη μας ανοιχτούς από παλιά λογαριασμούς, και ως εκ τούτου, ο άνθρωπος ήθελε μάλλον να μου πει πως, με το να ανατρέχω διαρκώς στις γευστικές μου προσλαμβάνουσες, θα οχυρωθώ καλύτερα μπροστά στην επικείμενη επέλαση της λήθης.
Πολύ πριν φτάσω να συμβουλευτώ τους ειδικούς –αν και δεν έμαθα ποτέ αυτός ο κάποιος ειδικός σε τι ειδικευόταν- έκανα από μόνος μου μια άσκηση παρόμοια το βράδυ της αλλαγής του χρόνου. Έτσι κάθε φορά αφιέρωνα ένα δεκάλεπτο περίπου, λίγο πριν φύγει ο παλιός και έρθει ο καινούριος, προσπαθώντας να ανακαλέσω μες στη μνήμη μου όλες τις προηγούμενες Πρωτοχρονιές –ή έστω τα Χριστούγεννα- της ενσυνείδητης ζωής μου. Εντάξει, σπάνια τα κατάφερνα να θυμηθώ πάνω από δέκα -δώδεκα ήταν το προσωπικό μου το ρεκόρ- από τις ένδοξες, μα τόσο ανούσιες, γιορτές που ήδη είχαν περάσει. Και πάντα κάπου σε αυτή τη διαδρομή, όλο και κάποιος από τους χρονικούς σταθμούς μου ξέφευγε μοιραία. Ενώ πολύ συχνά, το ομολογώ, τα μπέρδευα λιγάκι. Μόλις κατόρθωνα, ας πούμε, με σιγουριά να θυμηθώ την πόλη όπου γιόρτασα τον ερχομό του τέσσερα, ερχόταν τότε η παρέα του ενενήντα εννιά και πάνω στην πρώτη ανάμνηση απρόσκλητη κολλούσε. Τι περιλάμβανε, ωστόσο, το δείπνο της καθεμιάς Πρωτοχρονιάς, ποτέ μου δε δοκίμασα να δω αν άραγε το έχω τελικά οριστικά διαγράψει.
Μόλις προχτές για κάποιο λόγο, μάλλον σκοτεινό, θυμήθηκα ένα μικρό αστείο που κάποια φίλη μου παλιά μου είχε πει και τότε είχα γελάσει. Ήτανε, λέει, κατακαλόκαιρο και είχαμε πάει επίσκεψη σε κάποιο σπίτι φιλικό και κάποια στιγμή, που είχαμε όλοι βαρεθεί, έβγαλε η οικοδέσποινα να μας κεράσει ένα σπιτικό λικέρ, που η ίδια είχε φτιάξει. Προσωπικά, εμένα δε μου άρεσε, αλλά έτσι όπως με έχω ταλαιπωρήσει από παλιά με άλλα οινοπνεύματα, μάλλον δεν ήμουν ο κατάλληλος κριτής. Έτσι, γύρισα προς την τότε φίλη μου να δω στην έκφρασή της μήπως τουλάχιστον αυτή ευχαριστήθηκε το κέρασμα. Ο τρόπος, όμως, που έπινε πολύ διστακτικά και ύστερα κοιτούσε το ποτήρι της δε με άφηνε να βγάλω ασφαλές συμπέρασμα και τότε αναγκάστηκα να τη ρωτήσω ευθέως. Μαλακία, ε; δεν πίνεται με τίποτα! «Όχι, είναι απλώς λίγο παράξενο», μου απάντησε. Τι θες να πεις; «Έχει τη γεύση από χριστουγεννιάτικα στολίδια.»
Και έτσι, με τη βοήθεια αυτής της ξαφνικής ανάμνησης, κατέληξα πως τελικά αυτά τα δυο πειράματα, το πρώτο του κάποιου σε κάτι ειδικού και το άλλο του άσχετου γενικώς εμένα, ίσως και να βασίζονταν στην ίδια πάνω-κάτω πανανθρώπινη κοινή αισθητηριακή αφετηρία.


 Γιάννης Αντάμης


Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

στόκερ μπλουζ


έβαψες άραγε τα μαλλιά σου μπλε?
σε είδα στη πλατεία αγκαλιασμένη με ένα όμορφο ψηλό παλικάρι.
φορούσατε ασορτί κόκκινα σκουφάκια.
ζήλεψα τα χέρια του τυλιγμένα γύρω σου.
θυμήθηκα το δαχτυλίδι που σου είχα πάρει στο Ρέθυμνο.
μια τυρκουάζ πανσέληνο.
δεν μπορούσα να δω αν το φοράς.
σε κέρασε κρέπα και σε κοιτούσε με δέος καθώς την έτρωγες.
έσκυψε και σκούπισε μια στάλα σοκολάτα
που έσταξε στο μποτάκι σου.
χτύπησε το κινητό σου και δεν το σήκωσες
ούτε κοίταξες να δεις ποιος σε καλούσε.
σας κοιτούσα υπνωτισμένος σαν ένας τυφλός 
καθισμένος σε μια σκοτεινή
αίθουσα κινηματογράφου
και κάποιος δίπλα μου 
μου περιέγραφε τις εικόνες της οθόνης
ένα νεαρό ζευγάρι σε ένα
χειμωνιάτικο αστικό τοπίο
δεν ανήκουν σε εσάς αυτές οι εικόνες
είστε μονάχα δυο νότες
σε μια σελίδα παρτιτούρας
που σημειώνει με φαγωμένο μολύβι
κάποιος τρελός συνθέτης
στην αίθουσα του μυαλού μου.
είδα μια μπλε τούφα να ξεπροβάλει 
από το κόκκινο σκουφάκι σου
και χαμογέλασα.

Γιώργος Τρίκερι



σχεδόν αυθεντικός διάλογος: Αρμαγεδδών


-θα πέσει φωτιά και θα μας κάψει!
-τι εννοείς;
-ε, με όλα αυτά που γίνονται.. τα ύστερα του κόσμου..
-θέλεις να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος;
-καλά, δεν παρακολουθεις καθόλου ειδήσεις; έρχεται η αποκάλυψη!
-αλήθεια; τι ώρα περίπου;
-καλά.. κορόιδευε εσύ. το τέλος πλησιάζει..
-δηλαδή, μαλακία έκανα που πλήρωσα τέλη κυκλοφορίας;
-ενφια δεν πλήρωσες;
-όχι ακόμα, νομίζω δεν μου φτάνουν. άσε.. ζω χριστουγεννιάτικο ενφιάλτη.
-κακώς.. εγώ όλα τα πλήρωσα. δεν θέλω να με βρει η συντέλεια να χρωστάω.. θέλω να τα έχω όλα σωστά και τακτοποιημένα.
-ε, ναι.. εσύ είσαι συντελειομανής, που λένε..

Γιάννης Αντάμης


για να διαβάσεις ολόκληρη την συλλογή των κωμικών αποσπασμάτων με τίτλο " Το Ηπειροκεάνιο" πάτησε εδώ.

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

κουνέλι

Ρούφηξε μια βιαστική γουλιά καφέ και άναψε τσιγάρο. Πέταξε τα τακούνια στο κάθισμα του συνοδηγού, σήκωσε το μακρύ φουστάνι της και το στρίμωξε ανάμεσα στους μηρούς της. Ήταν ξεκάθαρα εκνευρισμένη. Η Επίδαυρος, δεν έλαμψε σαν χώμα ιερό και οι φωνές του χορού δεν έφθασαν το ακάλυπτο στήθος της. Μόνο εκείνος ο ηλικιωμένος και διανοούμενος τύπος την κοιτούσε ξανά και ξανά και σκεφτόταν την πλάτη της στο τοίχο. Σκεφτόταν, ενώ με βαρύγδουπο ύφος της έλεγε να προσπαθήσει περισσότερο, να γράψει καλύτερα. Ναι. Αυτό το μόνο αρχαίο – πανάρχαιο δράμα που χώρεσε το ταξίδι της μέσα στην άγρια νύχτα. Ήταν όμως θαρραλέα και το ήξερε γιατί η μοναξιά σε αναγκάζει, σε προστάζει, σου απαιτεί … μόνη να δένεις το σχοινί γύρω απ’ το λαιμό και μόνη να το λύνεις. Ξεκίνησε. Η μουσική δυνατή, οι σκέψεις ούρλιαζαν, το φεγγάρι τη σημάδευε στο πρόσωπο, η καρδιά της ήταν δεκατριών ετών και η άγουρη νιότη φύτρωνε πάλι, πάλι, πάλι εκεί που οι θάλασσες ενώνονται και οι σκιές είναι ελεύθερες. Ο χρόνος, χα, ο τρομερός χρόνος, ο αλύγιστος χρόνος … δεν έδινε καρφάκι για πάρτη του και τώρα, ναι τώρα, στη μέση της διαδρομής, στην αφιλόξενη εθνική με τα ταχύπλοα φώτα θα τον σκότωνε με λίγη αθανασία. Τράβηξε το χειρόφρενο και είχε έναν ανέλπιστο, ουράνιο οργασμό. Στον ύψιστο αναστεναγμό της, μια στάλα ιδρώτα διένυσε το λαιμό της, κοίταξε έξω από το παράθυρο το σώμα του χρόνου να σπαρταράει στην άσφαλτο. Έτσι, της είπε ένα μικρό κουνέλι. Του έκλεισε μάτι και όρμησε στην επιστροφή…

Αυγή, 22/11/2015

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Mustang, φεμινιστικός κινηματογράφος από τη Τουρκία

Σε μια εποχή που οι περισσότερες νέες γυναίκες σπεύδουν να δηλώσουν ότι δεν είναι φεμινίστριες και οι μεγαλύτερες νιώθουν υποχρεωμένες να απολογηθούν αν κάποτε υπήρξαν, η τουρκάλα σκηνοθέτης Ντενίζ Εργουβέν κάνει με τις ''Ατίθασες'' ( Mustang ) μια ταινία καθαρά φεμινιστική, για την απελπισία του να είσαι γυναίκα στις ευνουχιστικές για τις γυναίκες συνθήκες των σημερινών οπισθοδρομικών και πατριαρχικών κοινωνιών , όπως η τουρκική - πίσω από τη βιτρίνα της Κωνσταντινούπολης. Η υποκριτική οικογενειακή τιμή, ο έλεγχος της παρθενιάς, ο στραγγαλισμός της θηλυκότητας, ο άγριος κυνισμός του προξενιού, η ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση και οι εφιαλτικές συνέπειες για τις γυναίκες, είναι η ωμή πραγματικότητα που φέρνει, χωρίς καμιά ωμότητα, στο φως η ταινία - και μάλιστα με τις ίδιες τις μεγαλύτερες γυναίκες να λειτουργούν, με τη σιωπηλή τους συνενοχή, ως θεματοφύλακες της παράδοσης, για να συνεχιστεί ο φρικτός κύκλος της βίας και της ταπείνωσης και για τις νεότερες. Ταυτόχρονα όμως , η σκηνοθέτης επιδιώκει να μιλήσει και για την αισιόδοξη προοπτική που ανοίγεται μέσα απ την παιδεία, την προσωπική αντίδραση, τη γυναικεία συντροφικότητα (έξοχη η σκηνή της συσκότισης), την υποστηρικτική στη γυναικεία χειραφέτηση στάση πολλών, ειδικά νέων, ανδρών.
Η ταινία σίγουρα απηχεί και μια υπαρκτή, μέχρι αρκετά πρόσφατα, ελληνική πραγματικότητα, που τα σύγχρονα κορίτσια, τουλάχιστον των μεγαλουπόλεων, αγνοούν. Το αν απηχεί και κομμάτια από έναν καλοκρυμμένο σημερινό εφιάλτη, μένει να απαντηθεί...

 Γιούλη Ζαχαρίου

Εικόνες

Στέκεται αναποφάσιστη στο σταυροδρόμι,
έχει τα χέρια στις τσέπες.
Διαρκώς αναποφάσιστη, έτσι θέλει, η αποφασιστικότητα έχει προφάσεις και προθέσεις.
Δεν είναι έτσι αυτή.
ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ γρήγορα, κάπως αδέξια.
Κοιτάζει γύρω, τον σκέφτεται, τι να σκέφτεται; Σκέφτεται τον κόσμο των γουρουνιών που κρύβονται πίσω από ένα κολιέ με διαμάντια, ξέρω, κλισέ.
Αυτός δεν είναι έτσι, ωχ, σκέφτεται κατάφαση.
Δεν είναι έτσι αυτή, δεν ζει από τις καταφάσεις, από τις αρνήσεις, έζησε.
Με αυτές τάισε τα φτερά της.
Τον σκέφτεται.
Τα πόδια της πίσω στη φτέρνα καίνε.
Όλα ζεστοί, μικροί αποχαιρετισμοί, ναι ξέρει, αυτή τους ξέρει.
Και ξέρει πως κι αυτός τους ξέρει.
Αυτός.
Αυτή.
Εκείνοι.
Οι άνθρωποι.
Αυτός ο φριχτός, αυτός ο υπέροχος κόσμος, όλα αυτά κι εκείνα, αυτά που κατοικούν κάτω από τα βλέφαρα.
Καίγεται για την ζωή.
Η ζωη την καίει, την έχει κάψει, όχι, έτσι έπρεπε να γίνει, για να μάθει να φοράει φτερά,
για να μπορεί να φεύγει,
να πετάει,
να πιστεύει στιγμές στιγμές πως είναι ελεύθερη.
Τρομερή γοητεία οι πτήσεις.
Και αυτά που δεν λέμε.
Περπατάει σιγά τώρα.
Κοιτάζει γύρω της, σαν να περπατάει μαζί της.
Ποιος ; Εκείνος.
Αυτός που της μιλάει για άλλους κόσμους.
όχι,
δεν θα σου μιλήσω για αυτά που της λέει.
Δεν είναι έτσι αυτή.
Αυτή λέει, (όποιος κομπάζει είναι μέτριος), δεν της αρέσει η μετριότητα κι ας ξέρει πως είναι δύσκολο να ξεφύγεις από αυτήν.
Δεν είναι έτσι αυτή.
Δεν είναι έτσι αυτός.
Δεν είμαστε έτσι εμείς.
Περπατάει χαμογελώντας.
Φεύγει...

 Πόπη Συνοδινού
υγ. αφιερωμένο

 επισκεφτείτε τον κόσμο της Πόπης: popisynodinou.blogspot.gr



All that jazz, η ζωή του Μπομπ Φόσι



Ελληνικός τίτλος: Η παράσταση αρχίζει 1979. Με τους Ρόι Σάιντερ, Τζέσικα Λάνγκ


Αυτοβιογραφική κυρίως ταινία του σκηνοθέτη, σεναριογράφου, χορογράφου Μπομπ Φόσι. Παρακολουθούμε τον ήρωα να προετοιμάζει τη χορογραφία του καινούργιου του έργου, και μαζί την καθημερινότητά του που είναι διανθισμένη με καταχρήσεις όλων των ειδών πράγμα που στο τέλος τον οδηγεί στην Εντατική όπου "βλέπει" το θάνατό του. Ιδιότυπο μιούζικαλ, είδος στο οποίο δεν μπορεί να το κατατάξει κανείς εύκολα, γιατί δεν στηρίζεται στο κλασσικό στιλ, όπου τα τραγούδια διακόπτουν την αφήγηση. Ειδικά στο πρώτο μέρος είναι ενσωματωμένα, στο δεύτερο μέρος που είναι πιο ονειρικό, παρεμβάλλονται κάπως σουρεαλιστικά. Πολύ γοητευτική η αντιπαράθεση του πάθους και της έντασης με την οποία ζει τη ζωή του ο ήρωας στις αρχικές σκηνές, με τη σκοτεινιά των τελευταίων και την επιθανάτια αγωνία του. Πολύ καλός ο Σάιντερ, η Λανγκ σε κάπως διακοσμητικό ρόλο.

Λίλη Παπασπυροπούλου

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

αυτοχειρία



Κανείς δε με πλήγωσε, όσο εσύ
και τόσο ασύστολα.
Υπήρξα ανεπιθύμητη,
όσο ο έρωτας έγδερνε την καρδιά μου.

Προκαλούσα οργή,
όσο πιο βαθιά αγαπούσα.
Προκαλούσα πανικό κι απέχθεια,
όσο πιο τρυφερά πλησίαζα.

Κι όμως,
όσο βαριά
κι αν προσπαθώ
να σε καταραστώ,
που ποδοπάτησες τόσο
μόνο από φόβο την ψυχή μου,
διστάζω, αρνούμαι, με απωθεί
την ίδια την καρδιά μου με τα χέρια να σφαγιάσω.
Το νιώθεις, γι' αυτό, δειλέ, τόσο σκληρά μου φέρεσαι.

Κι έτσι πάλι έρμη σέρνομαι,
όπως χαιρέκακα μου πέταξες,
χωρίς την παρουσία σου
καν να υποκλέπτω
να μη σου δίνω το ελεύθερο
να λες πως ηδονίζομαι
στη θλίψη να εντρυφώ.
Αυτοκτονώ, γλυκέ μου,
υποσυνείδητα, ασυνείδητα
πιθανόν ενσυνείδητα,
μα σίγουρα ευσυνείδητα
αυτοκτονώ.
Γιατί δεν είμαι τίποτε,
απ' όσα μου εφόρτωσες,
παρά η γυναίκα, που
της είσαι απαραίτητος.

Copyright 2012 Χρύσα  Βελησσαρίου

 πίνακας:The-Suicide-Of-Lucretia-by Lucas The Elder Cranach

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

στην πρίζα



ποτέ δεν φτάσαμε στα Εξάρχεια
ξαπλώσαμε στο χορτάρι της εθνικής βιβλιοθήκης
έπαιζα τραμ με τα δάχτυλα μου στη πλάτη σου
έσπασε ένα από τα ράμματα
που είχα στο σβέρκο μου
σε κέρασα τις σταγονίτσες αίματος
που κύλησαν
είπες πως είχε γεύση ροδιού
είπα πως είμαι θαυμαστής σου
και επιθυμώ να γίνω εραστής σου
είπες πως θα με ζωγραφίσεις
ως βελουδένιο αμπαζούρ
ή μανάβικο της Νέας Υόρκης
είπαμε ψέμματα πολύχρωμα
κι όλα τα τραγούδια που ξέρουμε
το πρωί οι περαστικοί
απίθωναν κυπελάκια του καφέ
και ζεστά κρουασάν στα πόδια μας
για να ξυπνήσουν τα γυμνά κορμιά μας.

Γιώργος Τρίκερι

δια λέξεις

Malcolm Liepke

Οι ιδανικές διαλέξεις για την ποίηση θα ήταν σε κλειστά μπαρ
χωρίς παράθυρα με αρκετό καπνό από τσιγάρα
ημίγυμνα σώματα σε σεντόνια
ή πάνω απο τραπέζια με φαγητό, μπόλικο φαγητό
να τρώμε με τα χέρια και να μιλάει εκείνος για ποίηση
μέχρι να γίνουν ζευγάρι.

 Βέρα J. Φραντζή

για να επισκεφτείς το blog της Βέρας πάτησε εδώ.


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Σινεμά με την Βίκυ: Victoria, μια μεταμεσονύχτια περιπέτεια


Σκηνοθεσία: Sebastian Schipper (2015)

Μία μοναχική, νεαρή Ισπανίδα που μόλις έχει μετακομίσει στο Βερολίνο, σε μία έξοδό της θα γνωρίσει μία παρέα Γερμανών που κρύβουν ένα επικίνδυνο μυστικό. Η πιο ευχάριστη νύχτα της ζωής της, θα μετατραπεί στον χειρότερό της εφιάλτη.
Ένα εξαιρετικό δραματικό θρίλερ γερμανικής παραγωγής, με ρεαλιστικές και δυνατές ερμηνείες από όλους τους πρωταγωνιστές, σκοτεινό, μυστήριο και αγωνιώδες.
Δεν σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή γιατί μέχρι τα πρώτα 45 λεπτά η πλοκή είναι ιδιαίτερα αργή και κουράζει, αλλά με αυτό τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία στο θεατή να γνωρίσει τους ήρωες και να προσπαθήσει να καταλάβει τις σκέψεις τους και τις προθέσεις τους.
Η σκηνοθεσία ελαφρώς "δογματίζει" και τα κοντινά πλάνα σε βάζουν μέσα στην ταινία και στην ψυχολογία των ηρώων.
Το μοναδικό μειονέκτημα της ταινίας, είναι παράλληλα και το πλεονέκτημά της. Είναι αγχωτική και ψυχοφθόρα.
Ένα μικρό ευρωπαϊκό διαμάντι. Must see.

Βίκυ Ελευθερίου



Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Εύφλεκτο Υλικό





Ένας άντρας και μια γυναίκα, ρακοσυλλέκτες, με σέρνουν στο πεζοδρόμιο της έρημης λεωφόρου, αφού με ψάρεψαν απ’ το σωρό των σκουπιδιών του Ψυχιατρείου που χάσκει, ανυπεράσπιστο, να το λεηλατούν άστεγοι και πρεζόνια. 

Το Δημόσιο Ψυχιατρείο έκλεισε, αιφνιδιαστικά, με απόφαση της Κυβέρνησης. Την προηγούμενη του λουκέτου οι άνθρωποι με τις άσπρες, γαριασμένες μπλούζες έκλεισαν το δρόμο φωνάζοντας συνθήματα για «δουλειά» και «πείνα».  Έστησαν κι αρρώστους, μες στο τσουχτερό κρύο, πίσω από τα κάγκελα της εισόδου - κατουρημένα παντελόνια και σάλια να στάζουν από χαυνωμένα στόματα. Τζίφος. Πλάκωσε βροχή, σκόρπισε η διαμαρτυρία, ο δρόμος άνοιξε πριν προλάβουν να ορμήξουν τα ΜΑΤ, έφυγαν και τα Κανάλια. «Ρε, σεις ακόμη κι ο κωλόκαιρος μας πάει κόντρα» σιχτίρισαν οι απολυμένοι και ξεκίνησαν το ξήλωμα του Νοσοκομείου.  
- Βαρύ ‘ναι το ρημάδι.  Τι σκατά, μονό στρώμα και ζυγίζει έναν τόνο, σφύριξε η           γυναίκα πίσω απ’ τα γκρίζα, λαδωμένα μαλλιά που της έκρυβαν το πρόσωπο.
- Σκάσε και προχώρα να φτάσουμε μια ώρα ‘ρχύτερα, απάντησε κοφτά ο άντρας με τον πράσινο σκούφο.
Παραπατούσαν  απ΄ το βάρος μου που τους κι αναγκάζονταν να σταματούν κάθε τόσο* με ακουμπούσαν όρθιο σε κάποιον τοίχο και στηρίζονταν πάνω μου να πάρουν ανάσα -  σιχαινόμουν τη μυρωδιά τους.
Το τελευταίο κορμί που φιλοξένησα το έλεγαν Μαρία, ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο κι είχε μαύρα κοντά μαλλιά.  Οι νοσηλευτές  την κρατούσαν με το ζόρι πάνω μου ένα  μεσημέρι, που ‘καιγε ο τόπος και τα τζιτζίκια στρίγγλιζαν.  Εκείνη χτυπιόταν και θρηνούσε βουτηγμένη σε παγωμένο ιδρώτα. «Απαιτείται καθήλωση για την προστασία της», είπαν οι γιατροί. Καρποί κι αστράγαλοι ματωμένοι. Ύστερα έπαψε να ματώνει, οι πληγές έγιναν ουλές και τα φάρμακα κοίμισαν τον πόνο της. «Πάει καλύτερα», αποφάνθηκε εκ νέου η Ιατρική.  Μόνο εγώ γνώριζα*  ήταν ολόκληρη μια παλλόμενη σιωπή που ανάβλυζε δάκρυα.  Διαπερνούσαν το σκληρό σεντόνι, τα φύλαγα μέσα μου σταγόνα σταγόνα – έφτιαξα μια λίμνη. Το χλωμό δέρμα της με πότιζε με μια  μυρωδιά που θύμιζε αυτό που οι νοσοκόμες αποκαλούσαν «γιασεμί» και φύτρωνε έξω από το παράθυρό μας. Τις νύχτες μου ψιθύριζε ιστορίες για κούκλες που μιλούσαν και για πεταλούδες, αμέτρητες πολύχρωμες πεταλούδες.  Την ονόμασα Γιασεμή και μου ανήκε ψυχή και σώμα.

- Έλα, ξεκινάμε! είπε ανυπόμονα ο άντρας κι η γυναίκα βλαστήμησε.  
Με τραβούσαν, μ’ έσπρωχναν, με κλωτσούσαν ώστε να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους μην και μ’ αρπάξει κανείς από τα γέρικα χέρια τους.  Αν ήξεραν τι κουβαλούσαν, θα με παράταγαν καταμεσής του δρόμου και θα γίνονταν καπνός.
Όταν ξεκόλλησαν τη Γιασεμή από πάνω μου δεν μπόρεσα ν’ αντιδράσω.  Είμαι ένας μπόγος από κουρέλια ραμμένα γερά μέσα σε ύφασμα. Το μόνο που μπορώ είναι ν’ απορροφώ υγρά, ψιθύρους κι όνειρα.  Απέμεινα ανάμεσα στους ξεφτισμένους τοίχους - κατόπιν, βρέθηκα στην αυλή στοιβαγμένο με τα υπόλοιπα άχρηστα υλικά.
- Φτάσαμε, ρίξτο μέσα, έδωσε ο άντρας την εντολή κι άνοιξε διάπλατα το μισάνοιχτο πατζούρι.
Μ’ έσπρωχναν όπως όπως απ’ το παράθυρο κι έπεσα στην μπόχα της υπόγειας τρώγλης τους. Εκείνοι μπήκαν κλειδώνοντας την πόρτα πίσω τους κι έκλεισαν βιαστικά το ανοιχτό παράθυρο.  Άναψαν μια λάμπα υγραερίου που φώτισε τους σωρούς με τα ρούχα και χίλιων ειδών παλιατζούρες και  σκουπίδια.  Η βαριά γυναίκα σωριάστηκε σε μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα.  Ο άντρας έβγαλε από τις τσέπες του πανωφοριού του πακέτα τυλιγμένα μ’ εφημερίδες και τα άφησε χάμω, δίπλα μου.  Δεν είχα δει το ματωμένο μαχαίρι του μέχρι που το ‘χωσε στο πλευρό μου,  ανοίγοντάς με  «να με παραγεμίσει με το χαρτί που σουφρώσαμε» κάγχασε κι άρχισε να ξετυλίγει τα πακέτα.
Μ’ έσκισαν ως κάτω κι έσκουξαν ξαφνιασμένοι απ’ τις πεταλούδες που ξεπήδησαν.   Ακούμπησαν  τη λάμπα πλάι μου κι έσκυψαν να δουν.  Η  εύφλεκτη λίμνη μου χύθηκε στη φλόγα.
Οι περίοικοι λησμόνησαν γρήγορα τους ανεπιθύμητους γείτονες, που ανασύρθηκαν απανθρακωμένοι. Αυτό που στοίχειωσε για καιρό τα σπίτια τους ήταν μια ανεξήγητη ευωδιά γιασεμιού που ανέδιναν τ’ αποκαϊδια.

Μαρίτα  Φίλντιση

χριστουγεννιάτικο


είμαι ο διαρρήκτης
που ντύθηκε Άγιος Βασίλης
ήρθα να κλέψω τα κοσμήματα της μάνας σου
και τα ρολόγια του πατέρα σου
βρήκα ένα φάκελο στην επιφάνεια εργασίας 
του λάπτοπ σου
με τραγούδια των Cure,
των Joy Division
και το 
shout, shout let it all out
άρχισα να χορεύω
μπροστά στο καθρέφτη σου
όπως έχεις κάνει κι εσύ
χίλιες φορές
η αστυνομία με βρήκε να κοιτάω
φωτογραφίες σου από καλοκαιρινές διακοπές
Αμοργός 2014
ηλιοβασιλέματα στην Αιγιάλη
και ρακόμελα στα Θολάρια
ο δικαστής με ρώτησε
γιατί δεν πήρα τα κλοπιμαία και να φύγω
και του εξήγησα
πως πουθενά δεν μυρίζει τόσο όμορφα
όπως το δωμάτιο σου.

Γιώργος Τρίκερι

αφιερωμένο στη Θάλεια, τον Αντρέα και σε όλους μας


Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Απέχθεια για το Star Wars


Ποτέ κανένα ενδιαφέρον, αντιθέτως απέχθεια, για το Star Wars και την φτηνή πραμάτεια του: τα φωτόσπαθα, τον Τσουμπάκα, τον Γιόντα, τη Δύναμη, το «παραδοσιακό» punch it του Χαν Σόλο (γελοίο comic relief), τον εξοργιστικό ήχο που κάνουν τα πολεμικά σκάφη στο κενό διάστημα (!!!). Και αυτό όχι τώρα. Πάντα. Όταν οι άλλοι πιτσιρικάδες έστηναν πηγαδάκια και παρίσταναν σκηνές. Ποτέ δεν είπα «may the Force be with us». Και για όλα αυτά ως συνήθως, I’ll give you my reasons (όπως λέει ο Δον Κορλεόνε στον Σολότσο, εξηγώντας του γιατί δεν μπαίνει στο εμπόριο ναρκωτικών). Γιατί το Star Wars είναι ψευδομύθος. Ψευδο-μύθος. Ο όρος και μόνο θα έπρεπε να είναι επαρκής εξήγηση, αλλά θα τον αναλύσω συνοπτικά.
Οι μύθοι έχουν δραματική αξία όταν είναι Αληθινοί, όταν αποτελούν τη βασική μέθοδο εξήγησης του κόσμου. Οι Κοσμογονικοί Μύθοι των αρχαίων λαών δεν ήταν παραμυθάκια, ήταν η Κοσμολογία της εποχής. Δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον σε ένα κόσμο που αποτελούν «ψέματα». Το Star Wars είναι απομίμηση αρχαίων μύθων. Ο Κένταυρος Χείρων/Μέρλιν έγινε Γιόντα, το Πήλιο «πλανήτης», ο Αχιλλέας/Αρθούρος Λουκ Σκάιγουώκερ και πάει λέγοντας. Όμως τα μεν πρωτότυπα αποτελούσαν πρωτοπορία στον κόσμο τους, οι δε απομιμήσεις αναχρονισμούς.
Πιο συγκεκριμένα το Star Wars ανήκει στην ευτελέστερη μορφή Επιστημονικής Φαντασίας: τη Space Opera. Δηλαδή τη μεταφορά του περιπετειώδους αφηγήματος στο διάστημα. Και μάλιστα όχι της δομής του αλλά των εξωτερικών γνωρισμάτων του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νοσηρής βλακείας, τα φωτόσπαθα. Για να αναπαραγάγουμε την ιπποτική ξιφομαχία σε τεχνολογικό περιβάλλον, αντικαθιστούμε τη μεταλλική λεπίδα με λαίηζερ! Δηλαδή χρησιμοποιούμε μια αφάνταστη τεχνολογία για να καταστήσουμε ένα όπλο λιγότερο αποτελεσματικό απ’ ό,τι θα μπορούσε να είναι! Ομιλώ για τον περιορισμό της ακτίνας λαίηζερ σε ένα συγκεκριμένο μήκος. Σαν να έγραφε κάποιος γουέστερν σε μεσαιωνικό κλίμα, και τα Κολτ να είχαν σφαίρες με κορδονάκια και να χρησιμοποιούνταν σαν κεφαλοθραύστες. Τόσο γελοίο είναι!
Δεν επεκτείνομαι. Οι νοούντες νοείτωσαν. Απλώς προσθέτω ότι σ’ αυτή τη γελοιότητα εντάσσεται η άλλη μου απέχθεια. Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών. Βλέπω τον Τόλκιν αποσυρμένο στο γραφείο ενώ ολόγυρα σκάνε τα V2 των Ναζί –γιατί το μεγαλύτερο μέρος το έγραψε κατά τη διάρκεια του Β ΠΠ- να φαντάζεται και να γράφει με τη λάμψη στα μάτια, ταγμένο στον υψηλό σκοπό του, της δημιουργίας ενός μεγάλου, υπερχρονικού έργου που θα αποτυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο όπως το Έπος του Γκιλγκαμές ή η Κιβωτός του Νώε, και μειδιώ.
Και βέβαια ό,τι ισχύει για τον Άρχοντα, ισχύει για όλο το Sword and Sorcery (Κόναν και λοιπά). Δεν βλέπω κανένα λόγο να διαβάζω αρχαίους μύθους με αλλαγμένα τα κύρια ονόματα και παραλλαγές παραδοσιακών τεράτων. Γιατί περί αυτού πρόκειται.
Διαβάζω κατευθείαν τα πρωτότυπα που φτιάχτηκαν από ανθρώπους που τα πίστευαν. Αυτό έχει κάποια αξία ντοκουμέντου για την ψυχή τους.

Χαρίτων Χαριτωνίδης

ραντεβού με την Τσάρλι


υπάρχουν χαμογελαστα πρόσωπα με φακίδες
και μπούκλες στα μαλλιά
τραγούδια απο χείλη αγγέλων
δάχτυλα που χαϊδεύουν τη βροχή
τις βρεγμένες ηλιαχτίδες
τη σάρκα του πελάγους
κάθε της βήμα πληκτρολογεί
μια μελωδία
σαν αργή ανάσα
που ευωδιάζει θυμαριστά ....

έχω ένα μαύρο σουέντ πουκάμισο
που το έχω ονομάσει Τζόνι Κας
έχω μαύρες αρβύλες
που τις γυαλίζω με το βερνίκι
του ελληνικού στρατου
έκλεψα λιγοστές σταγόνες
από τη κολώνια του αδελφού μου
τα φόρεσα για να έρθω
να σας συναντήσω
θα σας κρατάω
γαλατένια σοκολατάκια
κι ένα ημιτελές ποίημα
ξέρω πως στα πενήντα μας λεπτά
θα προλάβουμε να τα πούμε όλα
και να πλέξουμε μια ραψωδία
με τα ηχηρά μας γέλια.

Γιώργος Τρίκερι


Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Παλιό καλό Χόλιγουντ: What ever happened to Baby Jane?


"Τι απέγινε η Μπέμπι Τζέιν;" ( What ever happened to Baby Jane), 1962, του Ρόμπερτ Όλντριτς με την Μπέτι Ντέιβις και την Τζόαν Κρόφορντ.

Δύο ιερά τέρατα του Χόλιγουντ με αντισυμβατική συμπεριφορά, δίνουν στη δύση της καριέρας τους μια συγκλονιστική ερμηνεία στο ρόλο δύο αδελφών,η μία από τις οποίες μπαίνει στο σκοτεινό κόσμο της παράνοιας: Η Τζέιν (Μπέτι Ντέιβις), πρώην παιδί θαύμα, εξελίχθηκε σε μια μέτρια ηθοποιό, τη στιγμή που η αδελφή της η Μπλανς (Τζόαν Κρόφορντ), έγινε διάσημη για το ταλέντο της. Η Μπλανς όμως είναι πια καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα και στο έλεος της "Μπέιμπι" Τζέιν που την εκδικείται με ο,τι πιο διεστραμμένο βάζει ο νους της που γλιστράει όλο και περισσότερο στα μονοπάτια της τρέλας και της διαστροφής. Μέσα στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα μιας απομονωμένης βίλας, κλιμακώνεται η αγωνία της Μπλανς και του θεατή, με μία Ντέιβις, τρομακτική μάσκα με στρώσεις μέικαπ, να προσφέρει κλειστές σουπιέρες με ανομολόγητο περιεχόμενο στην αντίζηλο αδελφή. Κωμικοτραγικές καταστάσεις μεταξύ τρόμου και γκροτέσκο, υψηλές ερμηνείες από δύο ηθοποιούς που το σταρ σύστεμ που τις δημιούργησε, τις ήθελε να μισούνται θανάσιμα, κάτι που αυτές διέψευδαν. Βλέποντας όμως το φιλμ, δύσκολα πιστεύουμε τους ισχυρισμούς τους, τόσο εδώ το fiction μπερδεύεται με την πραγματικότητα..

 Λίλη Παπασπυροπούλου