Την πρώτη μου παράσταση την έπαιξα στην ΣΤ’ Δημοτικού. Ο ρόλος που πήρα ήταν της τσιγγάνας και έπρεπε να καταφέρω να μιμηθώ και την προφορά. Θεωρούσα τρομερά υποτιμητικό τότε να πάρω τέτοιον ρόλο. Για την ακρίβεια, ήθελα να παίξω έναν αντρικό ονόματι «Ο κύριος Μαύρος» ο οποίος όμως δόθηκε σε ένα αγοράκι της τάξης. Είχα στεναχωρηθεί πολύ μετά την διανομή των ρόλων. Γύρισα στο σπίτι και έκλαιγα. Μα να μου δώσουν την τσιγγάνα;
Με τον καιρό άρχισα να την συμπαθώ παρόλο τον σνομπισμό μου. Πέτυχα την προφορά και οι συμμαθητές μου γελούσαν πολύ στις πρόβες. Εγώ νόμιζα πως με κορόιδευαν και εξακολουθούσα να στεναχωριέμαι. Συνέχισα όμως, έμαθα τον ρόλο και τον έπαιξα όπως ακριβώς με είχαν καθοδηγήσει να το κάνω. Το έργο ονομάζεται «Η γειτονιά μας» και συγγραφέας ήταν μια γυναίκα της οποίας δεν θυμάμαι το όνομα.
Όταν πλησίαζαν οι μέρες της παράστασης η δασκάλα / σκηνοθέτης μας, μας ανακοίνωσε πως η παράσταση δεν θα παιχτεί στον χώρο του σχολείου αλλά στο Δημοτικό Θέατρο του Βόλου, το μεγαλύτερο θέατρο της πόλης. Μας είπε πως θα ερχόταν πολλά σχολεία να μας δουν και πως το θέατρο θα ήταν γεμάτο. Κι όταν μιλάμε για ένα τέτοιο θέατρο, μιλάμε για χωρητικότητα άνω των χιλίων ατόμων, με δύο πατώματα, έξι εξώστες, κινούμενη σκηνή και εν ολίγοις, η μεγαλύτερη σκηνή των Βαλκανίων.
Όταν αποφασίσαμε τι ρούχα θα φοράμε στην παράσταση είχα πάλι την πιο γελοία ενδυμασία. Φορούσα μια αποκριάτικη στολή Βραζιλιάνας για να μοιάζω με τσιγγάνα και μπαντάνα με τον Mickey Mouse. Κίτρινη, μακριά, γυαλιστερή φούστα με πράσινα και μαύρα πουά κι ένα κόκκινο μπλουζάκι που διαρκώς μου γλιστρούσε στον ώμο. Για ακόμα έναν λόγο ντρεπόμουν τόσο πολύ που σκεφτόμουν συνέχεια «χάθηκε να είχα έναν πιο φυσιολογικό ρόλο;». Ήμουν μικρή και δεν ήξερα πως οι εξεζητημένοι ρόλοι αναδεικνύουν τους ηθοποιούς.
Την ημέρα της παράστασης είχα πει στην μητέρα μου πως εάν έρθει, γιατί δούλευε, να μην κάνει το λάθος να με χειροκροτήσει μόλις βγω. Και ήρθε η ώρα. Είχα τρομερό άγχος. Δεν έπαιζα από την αρχή. Ούτε είχα δει πόσο κόσμο είχε. Όταν ήρθε η ώρα μου να βγω, δαγκώθηκα και ξεκίνησα. Βγήκα στην σκηνή και αντίκρισα ένα θέατρο θηρίο γεμάτο από κόσμο και επάνω μου χίλια ζευγάρια μάτια να με παρακολουθούν. Δεν έχω παίξει ξανά σε περισσότερο κόσμο μπροστά. Ξεκίνησα να λέω τα λόγια μου με την Σύνθια, η οποία σήμερα είναι επαγγελματίας ηθοποιός στην Αθήνα. Το δέος που ένιωθα, ο κόσμος που γέμιζε το θέατρο, ο αέρας επάνω στη σκηνή μου έδωσαν τόση δύναμη που έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό. Μόλις τελείωσα το κομμάτι μου και έφυγα από την σκηνή άκουσα χειροκρότημα από ένα άτομο. Ήμουν σίγουρη πως ήταν η μητέρα μου παρόλο που της είχα πει να μην το κάνει. Ξαφνικά ένιωσα όλο το θέατρο να σείεται από χειροκροτήματα και το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη την στιγμή ήταν πως είχα τρομερά νεύρα. Βέβαια, η ζέστη από τα χειροκροτήματα ζέσταινε την πλάτη μου φεύγοντας από την σκηνή κι έτσι φύτρωσαν τα πρώτα φτερά της ελπίδας μου να γίνω ηθοποιός.
Όταν το έργο τελείωσε κι ανακατευτήκαμε με τον κόσμο, βρήκα την μητέρα μου. Την πλησίασα όλο νεύρα που δεν άκουσε τι της είπα και της φώναξα λέγοντας «Καλά, δεν σου είπα να μην χειροκροτήσεις; Γιατί με νευριάζεις;» κι η απάντησή της «Μα δεν χειροκρότησα εγώ» ήταν η μεγαλύτερη επιβράβευση από όσες έχω ακούσει στην ζωή μου. Δεν ήταν εκείνη; Τότε ποιος; Ποιος ήταν; Και γιατί; Άρεσα, άραγε, τόσο; Ήμουν πραγματικά καλή ώστε να με χειροκροτούν τόσο έντονα οι ξένοι; Πήρα μεγάλη χαρά.
Αργότερα, βρήκαμε τον πρώην άντρα της θείας μου που ήρθε να δει το θέατρο με την κόρη του, ο οποίος δεν ξέρω εάν με είχε δει ποτέ. Σίγουρα όμως δεν με γνώριζε. Τον άκουγα που μίλαγε στην μητέρα και της έλεγε «Κόρη σου είναι; Δεν το ήξερα. Μα είναι καταπληκτική. Εγώ την χειροκρότησα». Τουλάχιστον βρήκαμε ποιος ήταν ο υπαίτιος εκείνου του χειροκροτήματος που ξεσήκωσε ολόκληρο το θέατρο και με έκανε να νιώσω αυτό το δέος επί σκηνής.
Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία σαν ηθοποιός. Από τότε διψάω για το θέατρο. Σαν ηθοποιός, σαν θεατής, αρκεί να μην λείπει από την ζωή μου.
Δ. Π. Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου