William Holman Hunt |
Όταν το μάτι του Θεού αρχίζει να βρέχει στη Φλωρεντία το παράπονο των ουρανών κρατάει μέρες. Μουσκεύονται τα μάρμαρα και οι παλιές εκκλησιές στέκουν θλιμμένες κάνοντας τα αγγελάκια στις τοιχογραφίες τους, να μοιάζουν δραπέτες στην ομίχλη μιας άγνωστης γης. Το μεγάλο ποτάμι βουβό, κυλάει τα χρόνια και στην Παλιά Γέφυρα το παζάρι γερά κρατεί με χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμες πέτρες κομμένες σε σχήματα μύθου ενώ τα φαντάσματα του Leonardo da Vinci και του Michelangelo κόβουν βόλτες στα καφέ του ιστορικού κέντρου.
Λατρεμένη χούφτα εδάφους, μόνο οι καλλιτέχνες μεταφράζουν τους δρόμους σου, μόνο οι πτωχοί της αγάπης σε αφουγκράζονται, μόνο τα παιδιά σε διασκεδάζουν, τα παιδιά και τα μελαγχολικά περιστέρια που μπουλούκια ντύνουν άναρχα τις πλατείες σου.
Σήμερα, Τετάρτη, η εβδομάδα έμεινε μισή δίχως να πάρει μία ανάσα. Από την μέρα που τον έστεψαν Καθηγητή Ρευματολογίας όλα πήραν άλλο τίτλο και άλλο ήχο γύρω του. Ξυπνάει το πρωί πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, μετά στην κλινική, μετά στους φοιτητές, μετά ξανά στην κλινική και μετά πάλι στο πανεπιστήμιο. Είναι και η ειδικότητά του … ψήλος στ’ άχυρα και τεχνάσματα φαντασμαγορικά του ανθρώπινου σώματος και όλα αυτά τον κάνουν να διαβάζει … να ξαναδιαβάζει και να τρέμει την απάντηση στους ασθενείς, στους μαθητές, στους δημοσιογράφους, στους συναδέλφους των συνεδρίων. Σοβαρότητα λέγεται όλο αυτό και γίνεσαι δημότης μιας επιστημονικής κοινότητας που έχει ένα σφαγείο στα παρασκήνια … άλλο πράγμα, μαχαίρια, χατζάρες, μια φρίκη!
Πως τα κατάφερε έτσι; Πάλεψε και έφερε στην πλάτη 59 χειμώνες για να κάνει τη ζωή του εν τέλει πιο δύσκολη. Η γυναίκα του χειρούργησε με μαεστρία την τσέπη του και τον τραπεζικό του λογαριασμό και τώρα ζει πολλά υποσχόμενη μπεμπέκα στο Μιλάνο με τον προσωπικό της γυμναστή – εραστή. Τα παιδιά του – καλά παιδιά από ότι θυμάται – είναι και τα δυο τους μια μεταφορά χρημάτων από την Ιταλία στη Νέα Υόρκη. Τα παιδιά του έμβασμα, η σύζυγος έμφραγμα και η καθημερινότητα ένα άγριο έγκλημα…
Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν πλέον εννέα το βράδυ … αρκετά νωρίς για να γυρίσει στο άδειο σπίτι, αρκετά αργά για να περπατάει στους δρόμους χωρίς προορισμό. Ένα μικρό μπιστρό στη γωνία του δρόμου τραγουδούσε απ’ τα παράθυρα παλιά ιταλικά κομμάτια. Θυμήθηκε τις μέρες που δεν φορούσε ακριβά κοστούμια και πριν μπει σε οποιοδήποτε μαγαζί μετρούσε τα λεφτά του. Τώρα, όλα ήταν αλλιώς … ήταν πάντα καλοντυμένος, σιδερωμένος και φρέσκος – η οικιακή βοηθός έκανε τα πάντα αστραφτερά και ατσαλάκωτα – και ποτέ δεν τον απασχολούσαν τα χρήματα. Λογικό, αφού πλέον τα κατείχε και τα γνώριζε πολύ καλά. Όλα ήταν αλλιώς … μα έλειπε εκείνη η φλόγα στα μάτια, έλειπε η φωτιά … αν ποτέ αυτή τον άναψε και τον κατοίκησε.
Άφησε το κορμί του να βυθιστεί στον φινετσάτο, βελούδινο καναπέ. Ένα απεριτίφ θα ήταν ότι έπρεπε τώρα. Αυτά τα πολύχρωμα, συνήθως πικρά ζουμιά, μ’ ένα μοναχικό κεράσι στο βυθό πολύ του μοιάζουν … θλιμμένα … ούτε στο μεσημεριανό τραπέζι ταιριάζουν, ούτε σε δείπνο στο κλείσιμο της μέρας. Είναι τα ποτά του δειλινού … όταν το πρώτο σκοτάδι σκάει γαρύφαλλο.
- Παρακαλώ, τι θα πάρετε; μια φωνούλα γλυκιά, ανισόρροπη, απρόσεκτη στα σύμφωνα, έφτασε το σχολαστικό του κοχλία.
Σήκωσε τα μάτια και το σάλιο του παράχθηκε με ταχύτητα φωτός. Γέμισε το στόμα και τον έπνιξε. Αλήθεια τι ήθελε να πάρει; Δεν έβγαλε άχνα. Έδειξε με αυτιστική αμηχανία ένα «κάτι» στον κατάλογο και έσκυψε το βλέμμα.
Η αχνή φιγούρα απομακρύνθηκε κι αυτός ακολούθησε την πορεία της σαν να έβλεπε ότι ομορφότερο είχε αντικρύσει ποτέ. Ήταν ολόκληρη μια καμπύλη που καλούσε να σε κυκλώσει. Γρήγορη, ανάλαφρη, αποτελεσματική, με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό κρατούσε το δίσκο και την πλατούλα της στο πρέπον ύψος. Και τα ποδαράκια, αχ αυτά τα ποδαράκια, ταχύτατα, με ανέμελα πατήματα εδώ κι εκεί κάπου πήγαιναν μα άλλα ονειρεύονταν.
Μετά, κάποιος άλλος, του απίθωσε το ποτήρι μπροστά του και οι ώρες έφυγαν σε εναλλαγή άσπρου πάτου και κόκκινου αδειανού, αντικριστού καθίσματος.
Νύχτωσε για τα καλά …
Ένα μικρό χεράκι, αιφνιδίασε τις σκέψεις του που έτρεχαν καλπάζοντας στο παρελθόν καθώς άγγιξε με εφηβική ζεστασιά τον ώμο του.
- Είστε καλά, θα καλέσω ταξί.
- Είμαι πολύ καλά … της απάντησε. Είμαι καλύτερα από ποτέ.
Το χαμόγελο της ήταν κολιέ από σικελιάνικα μαργαριτάρια και τα μάτια της τον κοιτούσαν με μια αφοπλιστική τρυφερότητα …
Άφοβη της ζωής, ανήξερη της υποταγής.
Έτρεμε ολόκληρος.
Το ταξί έσκισε τα λασπόνερα και σταμάτησε φρενάροντας στο χείλος του πεζοδρομίου. Η μικρή σερβιτόρα στεκόταν δίπλα του, ντυμένη στο πορτοκαλί παλτό της και στα πράσινα γαντάκια της. Πολύχρωμη μάγισσα στο κέντρο μιας θλιμμένης πολιτείας γεμάτης ιστορία και ανελέητο πολιτισμό, αυτή όμως μακράν της τέχνης φαινόταν τόσο ήρεμη και ισορροπημένη πάνω στα υγρά πλακάκια. Η πόρτα άνοιξε και οι δυο μπήκαν στο αυτοκίνητο. Εκείνη δίχως να ρωτήσει οτιδήποτε είπε μια διεύθυνση στον ταξιτζή που προφανώς ήταν αυτή του σπιτιού της. Κανένας δεν αντάλλαξε δεύτερη κουβέντα. Κανένας δεν έκανε ερώτηση. Σιωπή. Κανένας διάλογος. Μια συμφωνία απλή, ένα «ναι» ολοζώντανο και γλυκύτατο.
Κατέβηκαν από το ταξί και οδηγήθηκαν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Η μικρή τον κρατούσε από το χέρι και ο κύριος καθηγητής που όλα στη ζωή τα προγραμμάτιζε και τίποτα δεν έβρισκε το δρόμο της ολοκλήρωσης χωρίς την υπογραφή του, απλώς την ακολουθούσε. Σαν εκείνο το βράδυ, να ήταν το πρώτο όλων των καιρών, σαν εκείνο το βράδυ να μάθαινε από την αρχή τα γράμματα και τα ψηφία. Δεν υπήρχε πια, είχε γίνει ολόκληρος μια κατάφαση, ένα μπαλόνι από ξέφυγε από το χέρι ενός μικρού παιδιού και ταξίδευε τώρα σε μια άγνωστη και δαιδαλώδη πτήση. Έδιωξε τη λογική. Δεν ήθελε πια να σκέφτεται τίποτα.
Το λιλιπούτειο διαμέρισμα ήταν γεμάτο χρώματα, μύριζε αγιόκλημα και σου έδινε την αίσθηση θερινού σινεμά που σε λίγα λεπτά ένα υπέροχο έργο θα λάμβανε χώρα στην οθόνη του. Εκείνη πέταξε τα παπούτσια σε μιαν άκρη και βάλθηκε κάτι να κάνει στην κουζίνα. Λειτουργούσε τόσο μοναχικά, τόσο αυτόνομα λες και δεν φιλοξενούσε έναν άλλον άνθρωπο στο σπίτι της. Αυτός που είχε μάθει να συμπεριφέρεται μια ζωή πλαστικά, τακτοποιημένα και βάσει πρωτοκόλλου, ένιωθε να μην ξέρει που πρέπει να τοποθετήσει το σώμα του μέσα στο χώρο. Έκανε να πει κάτι, έτσι σαν μια κίνηση δημιουργικής παρουσίας ενός έμπειρου έμβιου όντος.
- Πως σε λένε; την ρώτησε.
- Τι σημασία έχει, του απάντησε αυτή γελώντας περιπαιχτικά, σχεδόν προκλητικά στην αμήχανη ερώτησή του. Τι σημασία έχει, αφού είμαι εδώ. Δεν χρειάζεται να με φωνάξεις. Πάντως, αν θέλεις, μπορείς να κάνεις μπάνιο.
Κατάπιε τις λέξεις και υπάκουσε. Το νερό έπεφτε επάνω του σαν βροχή τον Αύγουστο. Έτρεμε ολόκληρος στο νέο περιβάλλον που βρέθηκε, ψάρι έξω από τη θάλασσα, σχεδόν χωρίς αναπνοή μα παρόλα αυτά η οικειότητα την οποία ένιωθε δίπλα σ’ αυτό το παράξενο κορίτσι τον αφόπλιζε και τον άφηνε δίχως δομημένη σκέψη. Δε θυμάται πόση ώρα έμεινε στο μπάνιο να λούζεται τις στιγμές και τους ατμούς που άφηναν στον καθρέφτη οι όποιοι δισταγμοί του. Δε θυμάται ποια ήταν η πρόθεση ή ο σκοπός ή το κούφιο μιας αλλοπαρμένης στιγμής που τον οδήγησαν να ανοίξει την πόρτα και γυμνός σαν νεογέννητος να στέκεται μπροστά στην κοπέλα που έτρωγε με βουλιμία ένα αχλάδι και ήταν ακουμπισμένη στο ψυγείο σαν πεταλούδα.
Και αυτός μπορεί να ήταν ο γιατρός και αυτός το γυμνό κορμί μπορεί να το αντίκριζε από τα είκοσι δύο του χρόνια με απύθμενη επιστημονική ψυχρότητα αλλά τα μάτια εκείνου του κοριτσιού τον κοιτούσαν με τόσο φυσικό και ήσυχο βλέμμα που μόνο τρικυμία του προκαλούσαν … τρικυμία και συναίσθημα αδιάβαστου μαθητή. Τότε, αναδιπλώθηκε ο χρόνος και έμεινε άπραγος ο αέρας στο μικρό δωμάτιο, εκείνη ακούμπησε το μισοφαγωμένο αχλάδι στο τραπέζι και με τη σταθερότητα δήμιου άρχισε να ξεφυλλίζει τα ρούχα της, απαλά και ακοπίαστα.
Το ύστερα τους βρήκε γυμνούς και ολοκαίνουργιους στο ερημικό μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα. Την κρατούσε αγκαλιά και ο χειμώνας της ζωής του τελείωνε σαν θάνατος. Οι φακίδες στον ώμου της, του θύμιζαν όλα τα νησιά του Αιγαίου που το πόδι του δεν πάτησε και όλα τα ακρογιάλια που η άμμος τον περίμενε αλλά αυτός χαμένος στο κυνήγι μιας δόξας είχε ξεχάσει. Το άρωμα των μαλλιών της ήρθε να λιβανίσει την ανάσα του, να του διαγράψει το πήλινο παρελθόν, τη γεύση του παράδεισου, το χάδι της μάνας, τη πρώτη γρατζουνιά στο γόνατο, το κίτρινο ποδήλατο που λαχτάρησε, το χτύπημα με τη βίτσα στην παλάμη του δασκάλου του. Όλες οι ηλικίες του, κρέμονταν γύρω από τα ξάστερα κορμιά τους, και το τώρα, τον έβρισκε αιώνιο, νέο όπως πάντα και για πάντα.
Φτάνει ένα θλιμμένο απόγευμα για να νιώσεις τον έρωτα, για να ζήσεις τις στιγμές που προσευχή κρατούσες μα το αόρατο χέρι με τσιγκουνιά στις βάσταγε … όχι από αντίποινα αλλά από οικονομία μέχρι για την αγάπη έτοιμο να σε στόλιζε.
Όσο η ζεστασιά της τον έκαιγε φωτιά πρώτη της γένεσης, αυτός αφέθηκε μέσα της σαν το ξημέρωμα που έφερνε στον κόσμο η νέα ανατολή ενώ στο βάθος του ορίζοντα τα μάτια του έβλεπαν χιλιάδες χάρτινες σαΐτες να φτεροκοπούν στης ημέρας τον κήπο.
Κι αυτός άνδρας εν αρχή που εκείνη στα χέρια της έπλασε… ακίνητος …
Αυγή Βυθούλκα, 8/10/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου