Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Πτήση (απόσπασμα)

Έβλεπα τον αδελφό μου να παίζει με τα στρατιωτάκια του , την μάνα μου να απλώνει τα ρούχα στην ταράτσα. Έβλεπα τις λεμονιές στον κήπο και το χρυσάνθεμο τυλιγμένο στα κάγκελα. Δίπλα στις τριανταφυλλιές παρατημένη η μεταλική μπουλντόζα που μου είχε φέρει η θεία μου από την Αμερική. Έβλεπα τα κυνόροδα και τα κόκκινα μπουμπούκια τους να στραφταλίζουν στον ήλιο. Να ποτίζω τις τριανταφυλλιές ήταν η αγαπημένη μου ασχολία όταν ήμουν μικρός. Μια μέρα με είχε βρει η μάνα μου να στέκομαι στις λάσπες και να μασουλάω τα ροδοπέταλα. Τι κάνεις, παιδί μου; Τα λουλούδια τρως; Δεν μίλησα γιατί οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν αλλά ήμουν επηρεασμένος από τον Γκούφη που έτρωγε φιστίκια και μεταμορφωνόταν σε σούπερ Γκούφη. Πίστευα πως τρώγοντας τριαντάφυλλα θα μεταμορφωνόμουν σε σουπερ ήρωα. Θα γινόμουν ο Roseman. Θα πετούσα πιο γρήγορα από αεροπλάνο και θα μοσχοβολούσα ροδόσταμο. Μια φορά πετώντας έφτασα στο φεγγάρι εκεί με περίμεναν ο Γκαγκάριν και η Λάικα. Πιάσαμε κουβέντα για τους πλανήτες και τ' αστέρια. Μου είπε για τους δακτύλιους του Κρόνου, πως είναι φτιαγμένοι από πέτρες και σκόνη. Μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια όταν ονειρευτόταν να γίνει βότσαλο για να είναι κοντά στην θάλασσα. Είχε μεγαλώσει σε ένα χωριό μακρυά από την θάλασσα, την έβλεπε μόνο σε ζωγραφιές και σε βιβλία. Την πρώτη φορά που βρέθηκε σε παραλία είδε τους γλάρους να πετούν και απέκτησε καινούργιο όνειρο. Η Λάικα δεν έλεγε πολλά. Είχε μεγαλώσει αδέσποτη στους δρόμους της Μόσχας και ήταν χαρούμενη που δεν έκανε τόσο κρύο στο φεγγάρι.