μια πατρίδα που δεν υπήρξε ποτέ
μια σεμνότυφη φτηνή πόρνη
ντυμένη με πολύχρωμα κουρέλια
σαν την Ολυμπία του Μανέ
ξαπλωμένη σε μια καριόλα
κληρονομιά από τη γιαγιά της
αναστενάζουν οι σκουριασμένοι σουμιέδες
από τις βιαστικές οριζόντιες χορογραφίες
να εξυπηρετηθούν όλοι οι πελάτες
τα ναυτάκια του έκτου στόλου
οι βαλκάνιοι μαφιόζοι
με τα ξυραφένια δόντια και τη σκορδοανάσα
που σκοτώνει
τις νύχτες ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση
σαν ζαρζαβατικό που σαπίζει
την θυμάμαι να μετράει τις πενταροδεκάρες
μάζευε για εισιτήριο
για αμέρικα
να πάει στον θείο της τον ράφτη στο Μπρούκλιν
κάτω από το καντήλι
να μιξοκλαίγεται
για τον εραστή που άφησε στο χωριό
γιατί ήταν πιο φτωχός κι από παπούτσι
και τι θα τρώγαμε, έρωτα?
είναι η μάνα μας η καμπαρετζού
όλοι οι σκληροί νταβατζήδες του σινεμά ασέλγησαν πάνω της
ώσπου δεν άντεξε
κατάπιε το θερμόμετρο
και τα κάρβουνα απ το μαγκάλι
και την εικόνα της παναγιάς
της ασυγχώρητης.
ξυπνάω το πρωί με το τσιγάρο στο στόμα
και θυμάμαι τις τελευταίες της λέξεις
-δεν θα νιώσω οργή, μόνο ομορφιά
και τη μυρωδιά του γιασεμιού θα πάρω στον άλλο κόσμο
έτσι κι εγώ ο άσωτος υιός της
δεν θα νιώσω οργή
μόνο τη λευτεριά της ορφάνιας μου.
Γιώργος Τρίκερι
Γιώργος Τρίκερι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου