- Μπορείς να φωτογραφίσεις τη μουσική?
Τον ήχο της θάλασσας?
Τον τρόπο που σε κοιτάζω?
Το Θανάση που τραγουδάει την Αγρύπνια?
Μπορείς να κλειδώσεις το φως που λούζει την πλαγιά?
Αυτή τη σιωπή που προμηνύει την αυγή?
Τη στιγμή που σήκωσες τα μάτια σου πάνω μου? Τη Στιγμή?
Την ανάσα του ανέμου ανάμεσα μας?
Μπορείς?
Καθόμασταν στα μπαράκια, ο κόσμος χάραζε γαλάζιο φως πίσω απ' το καμπαναριό, από μέσα ακουγόντουσαν τα "Κάλαντα" της Φριντζήλα, ακουμπούσα στο πέτρινο πεζούλι, το χέρι σου ξεκουραζόταν στον ήλιο μου, με κοίταξες:
- Εσύ μπορείς να μην τον σκέφτεσαι?
- Ποιόν?
- Αυτόν στην Αθήνα.
Γύρισα χαμογελώντας:
- Ποιος νομίζεις ότι υπάρχει εδώ, αυτή τη στιγμή, ποιος θα μπορούσε να υπάρξει?
Εσύ δεν χαμογελούσες.
- Αυτός που σκέφτεσαι όταν αφαιρείσαι, όταν νομίζεις πως δεν σε βλέπει κανείς, αυτός που σκεφτόσουν μέσα όταν ζήτησες απ' το Χριστόφορο το τραγούδι, γι' αυτόν το ζήτησες, γι' αυτόν απ΄την Αθήνα.
Δε μίλησα.
Μα δε μίλησες ούτε κι εσύ κι έτσι οι αλήθειες βρήκαν χώρο στη σιωπή και πήραν ζωηρά το δρόμο για το σπίτι και μάζεψαν τα πράγματα μου σχολαστικά, ακόμα και τη γαρδένια που μου χάρισες το προηγούμενο βράδυ και φόρτωσαν τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο μα δεν ήθελα να με πάρουν μαζί τους, τις αλήθειες τις είχα αφήσει στο αεροδρόμιο το θυμάμαι καλά και όπως και να χε δεν είχαν καμιά δουλειά εκεί, απρόσκλητες, ανεπιθύμητες, αταίριαστες.
Κι έπειτα ήσουν κι εσύ εκεί και το χέρι σου που σκέπαζε τον ήλιο στο πίσω μέρος του λαιμού, που δε σου χρωστούσα καμιά εξήγηση - πόσο μάλλον μία που ανέβαλα να δώσω στον εαυτό μου - μα που στην έδωσα έτσι κι αλλιώς, επειδή ήταν ευκολότερο απ΄το να σου πω ότι στην πραγματικότητα αυτό που ήθελα, ήταν να μείνω εδώ, ακίνητη, κρυμμένη απ΄τις σκέψεις μου, με τη φρουρά του χεριού σου ακοίμητη ώσπου να γίνει ο κόσμος σκόνη, ξανά και ξανά.
Δεν θα καταλάβαινες.
Μα έπειτα σκέφτηκα ότι εσύ ίσως και να μπορούσες.
Κι έτσι απάντησα:
- Θα προσπαθήσω.
- Να προσπαθήσεις.
Και μετά από λίγο:
- Σε χορεύει αυτός? Σιγά μην ξέρει να σε χορέψει.
Και μετά:
- Ναι, να προσπαθήσεις.
Και προσπάθησα ή μάλλον το νησί με πήρε σ' ένα δικό του στέρεο δρόμο , το νησί, το φως του, εσύ, το κρασί, η ευφορία, η μουσική που δεν ακούγεται το ίδιο εδώ...και μου δειξε πως η εμπιστοσύνη δεν είναι εμπιστοσύνη πια.
Και ως εκ θαύματος φαίνεται κάτι απ' όλα αυτά το πήρα μαζί μου, εδώ στην Αθήνα, τις σιωπές σου ίσως, την καθάρια ομορφιά του δάσους, τους χορούς μας, την αγνότητα, την απλωσιά της ψυχής, κάτι απ' όλα αυτά είναι μέσα μου και τι παράξενο πράγμα η αλήθεια... δεν είναι αλήθεια πια.
Jazzmine in a pot....@ Ikaria
Για τον Μ.
σαγαπω!θελω ν διαβαζω καθε μερα ενα κειμενακι σου κ να ταυτιζομαι μ αυτο
ΑπάντησηΔιαγραφή