Η Πρωτομαγιά με στεναχωρεί..
Καμιά φορά οι αναμνήσεις το κάνουν αυτό. Οι όμορφες πιο πολύ. Όταν έχεις ζήσει κάτι που σε γέμιζε και ξέρεις οτι πάει, χάθηκε και δεν θα το ξαναζήσεις και το θυμάσαι και το ζείς και το ξαναζείς στη μνήμη σου, σε πονάει, σε λιώνει.
Αλλά δεν μπορείς και να μην το σκέφτεσαι. Γιατί είναι η ζωή σου η μάλλον καλύτερα ήταν η ζωή σου και μερικές φορές τα ξαναζείς με τη θύμηση κι ειναι τόσο έντονα ισως και εντονότερα απο τότε που τα ζούσες κι η φαντασία σου τα χρωματίζει με τόσο όμορφες πινελιές κι εχει σβήσει όλες τις μικροαναποδιές, σα να θυμάσαι ας πούμε μια μέρα στην παραλία κι εχεις ξεχάσει στ αλήθεια την άμμο που έμπαινε στα μάτια σου, και τον αέρα που σήκωνε την πετσέτα και εκνευριζόζουν κι έπειτα το νερό που τουρτούριζες και μένει μόνο το φως που χρύσιζε τα μαλλιά σου και μένει μόνο η καλοκαιρινή μέρα και ο ήλιος..
Έτσι και σήμερα. Η Πρωτομαγιά με θλίβει..
Θυμάμαι την κόρη μου.
Παραμονή της Πρωτομαγιάς το βράδυ, μαζευόμασταν παρέες απ' τη γειτονιά και κλέβαμε κρυφά λουλούδια απ' τους κήπους για τα στεφάνια της επόμενης μέρας. Κάποιοι κυριολεκτικά ρημάζανε τις αυλές και τις γλάστρες μα εμείς πηγαίναμε πιο πολυ για τα χάχανα και την αρωματισμενη βόλτα..
Τό ξερα απο τότε πως αυτά τα έθιμα, στα χρονια που θά ρθουν, θα σβήσουν και δεν θα υπάρχουν πια ουτε γειτονιές ουτε κηποι και χαιρόμουν που η κόρη μου θα τα ζουσε αυτά και θα τα χε κάπου μέσα της φυλαγμένα σαν θα μεγάλωνε. Θυμάμαι που παραχώναμε ψαλίδια στις τσέπες μας και πηδούσαμε τις μάντρες με τα παιδιά τσιλιαδόρους. Θυμάμαι τη μυστικότητα και τα γέλια μας και θυμαμαι καλά το προσωπάκι της γεμάτο ενθουσιασμό και ένταση για την περιπέτεια κι έπειτα την εμπιστοσύνη καθώς περπατούσε πλάι μου με το καλαθάκι της ξέχειλο απο λουλούδια και χορταράκια και το χεράκι της καλά κλεισμένο στο δικό μου.
Τό ξερα απο τότε πως αυτά τα έθιμα, στα χρονια που θά ρθουν, θα σβήσουν και δεν θα υπάρχουν πια ουτε γειτονιές ουτε κηποι και χαιρόμουν που η κόρη μου θα τα ζουσε αυτά και θα τα χε κάπου μέσα της φυλαγμένα σαν θα μεγάλωνε. Θυμάμαι που παραχώναμε ψαλίδια στις τσέπες μας και πηδούσαμε τις μάντρες με τα παιδιά τσιλιαδόρους. Θυμάμαι τη μυστικότητα και τα γέλια μας και θυμαμαι καλά το προσωπάκι της γεμάτο ενθουσιασμό και ένταση για την περιπέτεια κι έπειτα την εμπιστοσύνη καθώς περπατούσε πλάι μου με το καλαθάκι της ξέχειλο απο λουλούδια και χορταράκια και το χεράκι της καλά κλεισμένο στο δικό μου.
Την άλλη μέρα πλέκαμε το στεφάνι μας και βάζαμε το δικό της σε περίοπτη θέση ακόμα κι αν ήταν το πιό μικρό ή λίγο μαραμένο γιατί ήταν το δικό της και χαλούσε τον κόσμο αν δεν το βάζαμε. Ηταν η απόδειξη πως κι εκείνη ήταν εκεί το προηγούμενο βράδυ κι έκλεψε κι εκείνη λουλούδι και πήρε κι εκείνη μέρος στον κόσμο των μεγάλων, στον κόσμο τον δικό μου που για κείνη ήταν τα πάντα, τότε..
Τώρα με την κόρη μου δε μιλάμε πιά.
Βλεπόμαστε συχνά βέβαια και λέμε ένα σωρό ανοησίες μα δεν μιλάμε..
Ζω μόνη στο πλάι της και βλέπω την κόρη μου γυναίκα και ξένη.
Μια γυναίκα που δεν έχει δική της κόρη και δεν θα αποκτήσει ποτέ.
Δεν ξέρω τι είναι καλύτερο.. Πολλές φορές ο πόνος δεν είναι ίσος με τη χαρά.
Μερικές φορές λυπάμαι που δεν θα ακούσει να τη φωνάζουν μαμά, που κανένα παιδάκι δεν θα τρέξει στην αγκαλιά της ματωμένο απ το παιχνίδι, που δεν θα ξενυχτήσει πάνω σ' ενα ιδρωμένο απ' τον πυρετό μέτωπο, που δεν θα νιώσει την παντοδυναμία της αγάπης μ αυτόν τον θεικό τρόπο.
Έπειτα άλλες φορές, χαίρομαι. Που δεν θα νιώσει εξίσου τη ματαίωση. Την απογοήτευση, την εγκατάλειψη, την κατάργηση. Γιατί μοιραία δεν θ' αργησουν να ρθουν κι αυτά.
Ο κόσμος συνεχίζει, τα παιδιά μεγαλώνουν κι ανακαλύπτουν, συχνά με σκληρό τρόπο, οτι δεν μπορείς να τα προστατέψεις για πάντα. Και πρέπει να σε καταργήσουν για να μπορέσουν να προστατέψουν τον εαυτό τους. Και παραμερίζεις. Επειδή αγαπάς.
Δεν είμαι μίζερη, δεν ζω στο παρελθόν.
Αν και ομολογώ πως όσο τα χρόνια συνεχίζουν την στρατιωτική τους παρέλαση χωρίς να χάνουν βήμα, χωρίς στάση και χωρίς νερό, το παρελθόν ζωντανεύει όλο και περισσότερο και διεκδικεί το μερίδιο του απ' το παρόν.
Δεν λυπάμαι για τα χρόνια που πέρασαν. Ηταν κι όμορφα κι άσχημα και καλά κάθονται εκεί που κάθονται. Ναι θα τα κανα αλλιώς - αν μπορούσα - μα δεν μπορώ και έχω συμβιβαστεί μ' αυτό όπως και με τόσα άλλα.
Αλλά να, θά' θελα να ξαναπιάσουμε το Μάη.
Μια φορά ακόμα, οι δυό μας, εσύ κι εγώ, με το χέρι μου σφιχτά κλεισμένο στο δικό σου τούτη τη φορά, γιατί είμαι ακόμα εδώ κι είσαι κι εσύ κι αυτό είναι ίσως όλο κι όλο που χρειαζόμαστε.
Το ψαλίδι μου κόβει ακόμα και θαρρώ πως θα μπορούσα να πηδήσω σε καναδυό μάντρες, τι λέω, να πετάξω θα μπορούσα αφου θα είμαστε μαζί!
Τι λές?
Να σε περιμένω?
Μάνα Ν.
Θα έρθω, μαμά.
ΑπάντησηΔιαγραφή