Την άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παραποτέ.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ΄ ανέπνεε πλέον.
Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδιά ρημαγμένη. Μοναξιά, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγοριάν, να ζεσταθή.
Έπιε δια να σταθή, έπιε δια να πατήση, έπιε δια να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Ηύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Επιάσθη απο το αγκωνάρι. Εκλονήθη. Ακούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Εμορμύρισε:
-Να είχαν οι φωτιές έρωτα! ... Να είχαν οι θηλιές χιόνια ...
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν.
Συνέχεε λέξεις και έννοιας.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο έρωτας στα χιόνια, εκδ Πολύτυπο, Αθήνα 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου