Πριν από λίγους μήνες κάποιος μου συνέστησε μια νέα μέθοδο τη μνήμη μου για να ταλαιπωρώ και δήθεν να γυμνάζω. Να αφιερώνω, λέει, ένα μόλις δεκάλεπτο το βράδυ κάθε Κυριακής και να επιδιώκω να ανακαλώ με χρονολογική σειρά όλα τα γεύματα που έφαγα μες στη βδομάδα που πάει να τελειώσει. Δοκίμασα δυο-τρεις φορές αυτό το ενδιαφέρον πείραμα, με μάλλον όχι και τόσο ενθαρρυντικά αποτελέσματα για την πνευματική μου υγεία. Την Τρίτη δεν ήταν που έφαγα φακές; Α, όχι! Την Τρίτη είχα πάει για τσίπουρα. Ή μήπως ήταν την Τετάρτη; Γιατρέ, ανησυχώ. Αλήθεια, τι έχω πάθει;
Η καθεμιά από τις, γνώστες τουλάχιστον, αισθήσεις μας έχει ανοίξει στην τράπεζα της μνήμης μας έναν λογαριασμό και αναλόγως των καθημερινών μας παραστάσεων αδιάκοπα τον τροφοδοτεί, αγνοώντας επιδεικτικά τις θνητές ανάξιες αντοχές της. Η γεύση, ως αρχαιότερη και πιο δοκιμασμένη αίσθηση, έχει με την επίγεια μνήμη μας ανοιχτούς από παλιά λογαριασμούς, και ως εκ τούτου, ο άνθρωπος ήθελε μάλλον να μου πει πως, με το να ανατρέχω διαρκώς στις γευστικές μου προσλαμβάνουσες, θα οχυρωθώ καλύτερα μπροστά στην επικείμενη επέλαση της λήθης.
Πολύ πριν φτάσω να συμβουλευτώ τους ειδικούς –αν και δεν έμαθα ποτέ αυτός ο κάποιος ειδικός σε τι ειδικευόταν- έκανα από μόνος μου μια άσκηση παρόμοια το βράδυ της αλλαγής του χρόνου. Έτσι κάθε φορά αφιέρωνα ένα δεκάλεπτο περίπου, λίγο πριν φύγει ο παλιός και έρθει ο καινούριος, προσπαθώντας να ανακαλέσω μες στη μνήμη μου όλες τις προηγούμενες Πρωτοχρονιές –ή έστω τα Χριστούγεννα- της ενσυνείδητης ζωής μου. Εντάξει, σπάνια τα κατάφερνα να θυμηθώ πάνω από δέκα -δώδεκα ήταν το προσωπικό μου το ρεκόρ- από τις ένδοξες, μα τόσο ανούσιες, γιορτές που ήδη είχαν περάσει. Και πάντα κάπου σε αυτή τη διαδρομή, όλο και κάποιος από τους χρονικούς σταθμούς μου ξέφευγε μοιραία. Ενώ πολύ συχνά, το ομολογώ, τα μπέρδευα λιγάκι. Μόλις κατόρθωνα, ας πούμε, με σιγουριά να θυμηθώ την πόλη όπου γιόρτασα τον ερχομό του τέσσερα, ερχόταν τότε η παρέα του ενενήντα εννιά και πάνω στην πρώτη ανάμνηση απρόσκλητη κολλούσε. Τι περιλάμβανε, ωστόσο, το δείπνο της καθεμιάς Πρωτοχρονιάς, ποτέ μου δε δοκίμασα να δω αν άραγε το έχω τελικά οριστικά διαγράψει.
Μόλις προχτές για κάποιο λόγο, μάλλον σκοτεινό, θυμήθηκα ένα μικρό αστείο που κάποια φίλη μου παλιά μου είχε πει και τότε είχα γελάσει. Ήτανε, λέει, κατακαλόκαιρο και είχαμε πάει επίσκεψη σε κάποιο σπίτι φιλικό και κάποια στιγμή, που είχαμε όλοι βαρεθεί, έβγαλε η οικοδέσποινα να μας κεράσει ένα σπιτικό λικέρ, που η ίδια είχε φτιάξει. Προσωπικά, εμένα δε μου άρεσε, αλλά έτσι όπως με έχω ταλαιπωρήσει από παλιά με άλλα οινοπνεύματα, μάλλον δεν ήμουν ο κατάλληλος κριτής. Έτσι, γύρισα προς την τότε φίλη μου να δω στην έκφρασή της μήπως τουλάχιστον αυτή ευχαριστήθηκε το κέρασμα. Ο τρόπος, όμως, που έπινε πολύ διστακτικά και ύστερα κοιτούσε το ποτήρι της δε με άφηνε να βγάλω ασφαλές συμπέρασμα και τότε αναγκάστηκα να τη ρωτήσω ευθέως. Μαλακία, ε; δεν πίνεται με τίποτα! «Όχι, είναι απλώς λίγο παράξενο», μου απάντησε. Τι θες να πεις; «Έχει τη γεύση από χριστουγεννιάτικα στολίδια.»
Και έτσι, με τη βοήθεια αυτής της ξαφνικής ανάμνησης, κατέληξα πως τελικά αυτά τα δυο πειράματα, το πρώτο του κάποιου σε κάτι ειδικού και το άλλο του άσχετου γενικώς εμένα, ίσως και να βασίζονταν στην ίδια πάνω-κάτω πανανθρώπινη κοινή αισθητηριακή αφετηρία.
Γιάννης Αντάμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου