Κάθε δεύτερη Tετάρτη έρχονται. Δεν ρωτούν αν γίνεται, αν κάτι έχει αλλάξει. Έρχονται πάντα την ίδια ώρα. «Με τη συνέπεια που αναπνέει κανείς», λέει καμιά φορά η μητέρα. Και οι γονείς μου τους υποδέχονται πάντα το ίδιο εγκάρδια. Ακόμα και όταν τα πράγματα μεταξύ τους δεν είναι και τόσο καλά. Όπως σήμερα. Η μητέρα είχε από νωρίς χωθεί στην κουζίνα. Μόνο τα κατσαρολικά και οι μυρωδιές μαρτυρούσαν τις ετοιμασίες, γιατί από το στόμα της δε βγήκε λέξη από το πρωί. Τους άκουσα χτες βράδυ να συζητούν έντονα. Ο πατέρας επέμενε για κάτι χαμηλόφωνα, εκείνη πιο δυνατά απαντούσε κοφτά. Το πρωί που μας ετοίμαζε για το σχολείο, εμένα και τον αδερφό μου, λιγομίλητη όπως πάντα, είδα τα μάτια της πρησμένα και κόκκινα, σαν να είχε κλάψει. Δεν τη ρώτησα. Είχε πάλι αυτό το βλέμμα που μου φιμώνει το στόμα κάθε φορά που τέτοιες ερωτήσεις ανεβαίνουν στην άκρη της γλώσσας. Κοιτάζει αλλού, μακριά. Ακόμα και όταν με κοιτάζει, το ξέρω πως δε με βλέπει.
Το μεσημέρι δεν έφαγε μαζί μας, αλλά κι ο πατέρας έφαγε βιαστικά και σηκώθηκε πρώτος από το τραπέζι. Μείναμε εγώ και ο μικρός να παίζουμε με το φαγητό μας όσο θέλαμε. Στο τέλος βαρεθήκαμε και βγήκαμε έξω για παιχνίδι. Δε μας ρώτησε κανείς για το σχολείο και τα αυριανά και οι τσάντες έμειναν παρατημένες και κλειστές πάνω στα κρεβάτια μέχρι αργά το απόγευμα. Όταν καμωθήκαμε πως τέλειωσε το διάβασμα, ο πατέρας μόνο, σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα και απείλησε ότι σε λίγο θα μας ελέγξει. Δεν το έκανε ευτυχώς. Εγώ το ήξερα πως το βράδυ θα είναι όλο αστεία και από το κρεβάτι μου θα ακούω πάντα τη δική του φωνή πιο δυνατά, να γελάει και να μιλάει στη μητέρα. Eκείνη θα του απαντάει χαρούμενη σαν να μην είχε συμβεί τίποτα μεταξύ τους. Ήξερα ακόμα πως κάτω απ’ τα σκεπάσματα εγώ δεν θα κοιμάμαι. Θα αναρωτιέμαι αν τους άκουσα στ’ αλήθεια να μαλώνουν και λίγο πριν με πάρει ο ύπνος θα έχω σιγουρευτεί πως το ονειρεύτηκα.
Κάθε δεύτερη Τετάρτη έρχονται στο σπίτι μας οι φίλοι των γονιών μου για να αποσπερίσουν. Αυτή είναι μια καινούργια λέξη του πατέρα. Καινούργια. Την έμαθε δηλαδή, λίγο μετά την μετάθεση. «Στην επαρχία δεν σου δίνονται συχνά ευκαιρίες για διασκέδαση και παρέα. Πρέπει να προσπαθούμε λιγάκι παραπάνω, για να διατηρούμε την επαφή μας με τον κόσμο» λέει συχνά στη μητέρα. Λες και ο «κόσμος» όλος είναι αυτοί οι πέντε. Ο προϊστάμενος του πατέρα στο γραφείο με τη χοντρή κυρία του και ένας ακόμα συνάδελφός με τη γυναίκα του που τώρα τελευταία φέρνει και την ωραία αδερφή της. Αυτή την τελευταία η μητέρα δεν τη συμπαθεί καθόλου. Μια φορά της έριξε, κατά λάθος, παγωτό στο μαύρο της φόρεμα. «Επίτηδες», επέμενε ο πατέρας, αργά το ίδιο βράδυ που τους άκουσα να μαλώνουν κι εκείνη έκλαιγε.
Εγώ το ξέρω όπως και εκείνη πως ο κόσμος δεν είναι αυτοί οι πέντε, είναι κάτι μεγαλύτερο. Κάτι σαν το σχολείο. Και σ’ αυτό το καινούργιο σχολείο τα πηγαίνω πολύ καλύτερα απ’ ότι στα προηγούμενα. Στις παρέες δηλαδή γιατί στα μαθήματα, άστα να πάνε. Μέσα σε έξι μήνες σχεδόν όλοι θέλουν να ‘ναι φίλοι μου. Και είναι φυσικό αφού ο νταής του σχολείου είναι ο «κολλητός» μου. Δεν πολυδιαβάζω αλλά δεν το προσέχει και κανείς. Κι αυτές οι απειλές του πατέρα «θα σε ελέγξω» δε με τρομάζουν πια. Από τότε που μετακομίσαμε εδώ ούτε μία φορά δεν το ‘χει κάνει. Η μητέρα κάτι καταλαβαίνει, αλλά ποτέ δεν ανακατεύτηκε με το διάβασμα το δικό μου και του μικρού. Ύστερα είναι κι αυτό το βλέμμα της που κοιτάζει κάτι που δεν μπορώ να δω, και τα λόγια της που λιγοστεύουν κάθε μέρα και περισσότερο.
Τώρα είμαι ξαπλωμένος και ο μικρός μου αδερφός παραδίπλα ήδη κοιμάται. Πριν από λίγο άκουσα το κουδούνι μας να χτυπάει, ύστερα η πόρτα άνοιξε και ακούστηκαν χαρούμενα καλησπερίσματα. Άκουσα επιτέλους και τη φωνή της μητέρας. Φοβήθηκα πως σήμερα δεν θα την άκουγα καθόλου. Ήταν ευγενική όπως το συνήθιζε με τους ξένους, αλλά σήμερα ακουγόταν σαν από πολύ μακριά. Ανατρίχιασα και άλλαξα πλευρό, ευχόμουν να με πάρει ο ύπνος που όπως πάντα αργούσε. Άκουσα τα κατσαρολικά της μητέρας απ’ την κουζίνα, ακόμα μια φορά. Ένα ζέσταμα πριν το σερβίρισμα. Μετά τα μαχαιροπήρουνα και ύστερα τα πιάτα. Στην τραπεζαρία άκουσα τον πατέρα να μιλάει δυνατά και να αστειεύεται, οι άλλοι ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Ακούω και το κακαριστό γέλιο αυτής με το παγωτό στο φόρεμα. Να φοράει άραγε το ίδιο φόρεμα; Με έναν ωραιότατο λεκέ από παγωτό βανίλια; Πλάκα θα’ χει.
Με ξύπνησε φασαρία απ’ το δωμάτιο των γονιών μου. Πόση ώρα κοιμάμαι; Είναι ακόμα Τετάρτη; Το ρολόι μου δείχνει μία και είκοσι. Είναι ηλεκτρονικό, έχει και χρονόμετρο. Πατάω το δεξί κάτω κουμπί και βγάζει ένα ωραίο μπλε φωτάκι. Ο αδερφός μου κοιμάται βαθιά. Οι φωνές έρχονται ακόμα από την τραπεζαρία. Ποιος είναι δίπλα;
Στέκομαι στην μισάνοιχτη πόρτα της κάμαράς τους. Η μητέρα έχει κάνει το δωμάτιο άνω κάτω. Τα συρτάρια χάσκουν ανοιχτά. Στο κρεβάτι είναι ανοιχτή η καρώ κόκκινη βαλίτσα. Αυτή η ίδια που είχε αγοράσει για το ταξίδι του μέλιτος και ύστερα την είχε χρησιμοποιήσει στο μαιευτήριο για μένα και τον αδερφό μου. Τη γεμίζει βιαστικά. Το πρόσωπό της είναι κόκκινο και τα μαλλιά έχουν ξεφύγει λιγάκι από το κότσο της. Φοράει ακόμα την ποδιά της κουζίνας. Ρίχνει μια ματιά στο ανάκατο δωμάτιο και βάζει δύναμη για να κλείσει τη βαλίτσα. Δεν κλείνει, κάθεται πάνω της. Δεν κλείνει. Βιαστικά πετάει έξω στην τύχη μερικά ρούχα. Τελικά η βαλίτσα κλείνει μ’ έναν μεταλλικό ήχο που μου κάθεται κόμπος στο λαιμό και θαρρώ πως θα μείνει εκεί για πάντα.
Από την τραπεζαρία ακούγεται η φωνή του πατέρα «Μαρία, τι θα γίνει; Οι καλεσμένοι μας περιμένουν το γλυκό, μας έχεις σπάσει τη μύτη.». Η μητέρα κοιτάζει τρομαγμένη κατά την πόρτα και με βλέπει. Μεμιάς τα μάτια της ξεχειλίζουν. Ορμάει και μ’ αγκαλιάζει. Με φιλάει δυνατά στα μάγουλα και νομίζω πως θα σπάσω. Δε βγάζει λέξη. Μου κάνει με το δάχτυλο «σιωπή». Στέκομαι με τα μάτια ορθάνοιχτα και της κάνω με το δάχτυλο «σιωπή» κι εγώ με τη σειρά μου. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα και χύνεται στο σκοτάδι. Tρέχω μέχρι εκεί και βλέπω πιο κάτω στο δρόμο ένα ταξί να περιμένει με alarm και τη μηχανή αναμμένη. Η μητέρα μου τρέχει μέχρι το ταξί με δυσκολία. Φοράει τα μαύρα λουστρίνια με το ψηλό τακούνι και την ποδιά της κουζίνας.
Το ταξί χάνεται πίσω από τα πεύκα όταν ξανακούω τη φωνή του πατέρα. «Μαρία, τι θα γίνει;», κάτι λέει πιο χαμηλά στους καλεσμένους και ξεσπούν όλοι σε δυνατά γέλια. Τρέχω στο κρεβάτι μου και σκεπάζομαι μέχρι το κεφάλι. Ο αδερφός μου δίπλα κοιμάται βαθιά. Ακούω τώρα τον πατέρα απ’ την κουζίνα «Δεν είναι εδώ. Μαρία;». Στο μπάνιο μετά. Τίποτα. Στο τέλος τον ακούω στην κρεβατοκάμαρα. Λίγες στιγμές σιωπής και μετά βιαστικά βήματα προς την εξώπορτα. Σφίγγω τα μάτια μου για να με πάρει ο ύπνος. Μπορεί όταν ξυπνήσω να έχει χαθεί ο κόμπος στο λαιμό μου και να ‘ναι όλα ένα όνειρο.
Ντόρα Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου