|
Gustav Klimt -Danae 1907 |
Σα σήμερα γεννήθηκε η Μαρία Μ.
Όταν ήμουν παιδί κάπου 11 χρονών, ρουφούσα με απληστία τα
κουτσομπολιά της γειτονιάς που την αφορούσαν, κρυβόμουν κάτω απ’ το καρυδένιο
τραπέζι της ανατολικής τραπεζαρίας που η μαμά μου φίλευε τις φίλες της ακριβό
τσάι και χολή:
- «Έχει κάνει συμφωνία με το διάβολο»
- «Ρουφάει το αίμα μικρών παιδιών, θυμάστε που είχαν
εξαφανιστεί εκείνα τα δυο πίσω απ’ την Αγορά?»
- «Εγώ τη θυμάμαι καλέ σαν ήρθα παιδούλα απ’ το Αγρίνιο,
κοντά καλτσάκια φορούσα ακόμα ίσα που μ’ είχε αποκόψει η μάνα και τότε αυτή
ήταν κοτζάμ κοπέλα!»
- «Χωρίς άντρα και παιδιά, είναι αφύσικο, κάτι τέτοιες τις
καίγανε τα παλιά τα χρόνια»
- «Καλά τους κάνανε, οι παλιοί ήταν σοφοί!»
Μονάχα η Αναστασία η μουγκή, κουνούσε το κεφάλι της σκεφτική
και κοιτώντας έξω απ’ τα παράθυρα έγραφε στο μπιλιετάκι της:
« Η Μαρία δεν είναι σαν και μας» και τίποτε άλλο, σάμπως
αυτό να τα εξηγούσε όλα.
Η γειτονιά μας ήταν στο πίσω μέρος μιας μεγάλης λεωφόρου. Τα
ψηλά κτίρια στο πλάι της, επέτρεπαν στον ήλιο να κάνει την εμφάνιση του στο
δρόμο μας μόνο νωρίς το πρωί, σχεδόν την υπόλοιπη μέρα ήμασταν βουτηγμένοι στο
μισοσκόταδο.
Η Μαρία ήταν νησιώτισσα, μας είχε έρθει από τη Νάξο κι
ορκίζομαι πως σαν άφηνε τη σοφίτα της και κατέβαινε για τα ψώνια της ημέρας,
άφηνε στο διάβα της μια λεπτή γραμμή χρυσαφιού σα να λιώνανε κάτω απ’ τις σόλες
της, ηλιαχτίδες.
Τη θυμάμαι πάντα γλυκομίλητη, λεπτή σαν αιθέρας, σαν άνεμος,
σα μουσική, μια γυναίκα που δεν τη χωρούσε το μυαλό σου, που σου διέφευγε, νέα
κι άσπιλη σα νιογέννητη νιφάδα, μια γυναίκα που δεν μπορούσες να της
συγχωρέσεις το ότι δεν την άγγιξε η άλλη πλευρά του Καθρέφτη.
Μια φορά είχαμε σκαρφαλώσει όλα τ’ αγόρια, πάνω στο παλιό
εργοστάσιο, ερειπωμένο τώρα, κι όπως ήμασταν ξαπλωμένοι στην ταράτσα είδα
απέναντι μου και λίγο πιο κάτω το δωμάτιο της Μαρίας.
Σύρθηκα όσο πιο μπροστά μπορούσα σχεδόν σφηνώθηκα στα
φαγωμένα κάγκελα και κοίταξα μέσα.
Να τι θυμάμαι:
Τη Μαρία ξαπλωμένη στο ξύλινο πάτωμα φυλακίζοντας τον ήλιο
πάνω στο ηλιοκαμένο της κορμί, το πολύχρωμο μαντήλι που συγκρατούσε τα ξανθά
μαλλιά της, τη σκόνη που χόρευε γύρω της φτιάχνοντας ένα νεφέλωμα από φως, το
βιβλίο που ανάσαινε ήσυχα σαν χορτάτος εραστής δίπλα στη γλάστρα με τα μαβιά
άνθη, το τσιγάρο που έκαιγε στα δάχτυλα της με μια γλυκερή πιπεράτη μυρωδιά που
σ’ έκανε να πεινάς, να λιμοκτονείς, να λαχταράς.
Τον Αφρικάνικο άνεμο.
Τα κόκκινα βαμμένα νύχια.
Το Σεβιλλιάνικο φλαμέγκο στο τραντζίστορ.
Την κάψα του μεσημεριού.
Και τότε είχα εκείνη την παράδοξη σκέψη:
Η Μαρία δε θα γεράσει ποτέ.
Οι Μαρίες αυτού του κόσμου, δεν γερνούν
Η Μαρία δεν είναι σαν και μας.
Ήμουν 11 χρονών.
Και μ’ αυτή τη σκέψη έγινα άντρας.
Jazzmine in a pot