Μόνος στο νησάκι Πυθού. Photo courtesy of Amalia Notara |
της Λουίζας Κροντήρη
'Εζησε σαν ναυαγός, ολοµόναχος, δέκα ολόκληρα χρόνια, σε ένα ξερονήσι. Σώθηκε χάρη στις προσπάθειες του Ελληνικού Συλλόγου Προστασίας Ιπποειδών.
«Θυµάµαι ήταν άνοιξη. Ηµουν δεν ήµουν δύο χρόνων. Ο άνθρωπος που µου έφερνε άχυρο µε πήρε από την αυλή και πήγαµε στη θάλασσα. Οταν φτάσαµε, εντυπωσιάστηκα απ’ όλο αυτό το µπλε. Μέχρι τότε το αγνάντευα µόνο από µακριά. Πού να φανταζόµουν ότι στο εξής θα ήταν το µόνο που θα έβλεπα! Με έβαλε µε δυσκολία σε µια βάρκα και βγήκαµε στα ανοιχτά. Κουνούσε πολύ και παραπατούσα, αλλά προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιµία µου. Επειτα από µια σύντοµη διαδροµή, που εµένα µου φάνηκε αιώνας, φτάσαµε στο νησάκι Πυθού, απέναντι από το Παλαιό Τρίκερι. Η βάρκα δεν µπορούσε να προσδέσει, κι έτσι ο άνθρωπος πήδηξε στο νερό και άρχισε να τραβάει κι εµένα. Αντιστάθηκα µε όλη µου τη δύναµη, αλλά δεν τα κατάφερα και έπεσα κι εγώ στη θάλασσα. Πανικόβλητος έφτασα στη στεριά και περίµενα να δω τι θα κάνουµε. Τριγύρω δεν έβλεπα ψυχή. Ούτε άλλους γαϊδάρους, ούτε ζώα, ούτε ανθρώπους. Μόνο χώµα, πέτρες και θάµνους. Γεµάτος απορία, τον αναζήτησα µε το βλέµµα. Τον είδα να µπαίνει στη βάρκα και να αποµακρύνεται. Στεκόµουν στην ακρογιαλιά, πιστεύοντας ότι θα επιστρέψει για να µε πάρει. Εµεινα εκεί όλη νύχτα. Και όσες ακολούθησαν. Ξηµέρωνε και νύχτωνε ξανά και ξανά και δεν εµφανιζόταν κανείς. Πεινούσα, αλλά δεν ήθελα να φύγω από την παραλία. Αν ερχόταν να µε πάρει και δεν µε έβρισκε; Με τον καιρό άρχισα σιγά-σιγά να ξεµακραίνω για να βρω τροφή. Ετρωγα στα κλεφτά ό,τι πράσινο έβρισκα, έχοντας τα αυτιά µου τεντωµένα να τον ακούσω που θα επιστρέψει. Οι µέρες µου περνούσαν µέσα στη σιωπή.
Είχε µπει πια καλοκαίρι όταν άκουσα µια βάρκα να πλησιάζει. Ετρεξα στην ακρογιαλιά. Ηξερα ότι δεν µε είχε ξεχάσει. Αντί γι’ αυτόν, όµως, είδα τουρίστες να αποβιβάζονται. Οταν µε είδαν, ξαφνιάστηκαν. Μετά άρχισαν να µε φωτογραφίζουν. Με πλησίασαν, µε φίλεψαν, αλλά, µόλις έδυσε ο ήλιος, έφυγαν και µε άφησαν πίσω. Σχεδόν κάθε µέρα ερχόταν κόσµος. Με φρόντιζαν, µου µιλούσαν, µου έφτιαξαν ακόµη και µια αυτοσχέδια κατασκευή για να αποθηκεύεται το βρόχινο νερό. Στο τέλος της ηµέρας, όµως, όλοι έφευγαν. Κι εγώ έµενα. Οταν ερχόταν η ώρα της αναχώρησης, έµπαινα στη θάλασσα µέχρι την κοιλιά και τους φώναζα, γκάριζα δηλαδή µε όλη µου τη δύναµη, να µε πάρουν µαζί τους. Μάταια!
Ο χειµώνας που ήρθε ήταν βουτηγµένος στο κρύο, τη βροχή, την πείνα και την ερηµιά. Ηµουν ολοµόναχος στη µέση του πουθενά. Τα χρόνια µου κυλούσαν µε την προσµονή των καλοκαιριών. Ηταν πια Οκτώβρης του 2010. Οταν άκουσα τον ήχο του καϊκιού, έτρεξα στην ακρογιαλιά. Επισκέπτες; Τέτοια εποχή; Φαίνονταν πολύ χαρούµενοι που µε έβλεπαν. Αλλά δεν έµοιαζαν µε τουρίστες. Με χάιδεψαν, µου έδωσαν καρότα και µου πέρασαν ένα πρόχειρο καπίστρι. Αυτό είχε να γίνει από τότε που ήµουν δύο χρόνων! Με έβαλαν στο νερό και µε οδήγησαν στο καΐκι. Η καρδιά µου κόντευε να σπάσει. Ηθελαν να µε πάρουν µαζί τους. Τους άκουσα που προβληµατίζονταν για το πώς θα µε ανέβαζαν στη βάρκα. Προσπάθησα να συνεργαστώ όσο περισσότερο µπορούσα. Από τη συγκίνηση έτρεµα ολόκληρος. Σκαρφάλωσα στο καΐκι και δεν ξανακοίταξα πίσω µου.
Είµαι πια δώδεκα χρόνων. Ζω σε µια φάρµα έξω από τη Λιβαδειά και έχω για παρέα κάθε λογής ζώα. Απ’ όλους έχω ξεχωρίσει τη Λίλλυ. Αυτή η στρουµπουλή γουρουνίτσα µε έχει τρελάνει. Περνάµε πολλές ώρες µαζί. Με τα πρόβατα και τον Χένρι το χήνο, πάλι, όλο διαφωνούµε, αλλά δεν παραπονιέµαι. Το φαγητό εδώ είναι άφθονο και δεν πλήττω ποτέ. Τα µεσηµέρια παρακολουθώ το µαγείρεµα από το παράθυρο της κουζίνας και τσιµπάω και τα καροτάκια µου. Τα απογεύµατα είναι η ώρα της µουσικής. Οι άνθρωποι που µε φροντίζουν µου παίζουν φλογέρα κι εγώ τους συνοδεύω τραγουδώντας. Τώρα τελευταία πήρε τ’ αυτί µου ότι θα φέρουν και µια γαϊδουρίτσα. Ανυποµονώ!»
Ο Περικλής έζησε στο ξερονήσι Πυθού στο Πήλιο δέκα ολόκληρα χρόνια. Σώθηκε χάρη στην επιµονή της δικηγόρου Αµαλίας Νοταρά και του συζύγου της Αρη Γεωργιάδη. Οταν η συνάδελφος της Αµαλίας, Αρτεµη Κουτσορόδη, τους µίλησε για τον εξόριστο γάιδαρο του Πηλίου, έκαναν τα πάντα για να τον πάρουν από εκεί. Η επιχείρηση διάσωσης οργανώθηκε από τον Ελληνικό Σύλλογο Προστασίας Ιπποειδών (ΕΣΠΙ, www.greekhorseprotection.gr) και χρειάστηκε πέντε εβδοµάδες. Μαζί µε την Αµαλία και τον Αρη, την αποστολή έφεραν σε πέρας η εκπαιδεύτρια αλόγων Αθηνά Βαβαγιάννη, ο Βλάσης Αργυρογιάννης και ένας ακόµη εθελοντής. Σήµερα ο Περικλής ζει χορτάτος και υγιής στο αγρόκτηµα της Τζούντι και του Γιάννη Νοταρά έξω από τη Λιβαδειά. ∆εν εργάζεται και έχει το ελεύθερο να κυκλοφορεί όπου και όπως του αρέσει.
Εάν ο δρόµος σας σας βγάλει ποτέ στην Πυθού, κοιτάξτε λίγο πιο προσεκτικά και θα βρείτε µια πινακίδα που ενηµερώνει τους επισκέπτες ότι εκεί έζησε ο Περικλής.
πηγή: www.trihes.gr