Yoshijiro Urushibara |
Εκείνη, μισή σκαλί, μισή νερό, του έγνεψε να σταματήσει. Χώθηκε στην ουρά του ξύλου και τα υγρά της μάτια είχαν μέσα τους όλα τα κρύσταλλα που φαντάστηκες.
- Γονδολιέρη, δεν θέλω, είπε, να μου τραγουδήσεις.
Σώπασε ο γονδολιέρης και βάλθηκε να τινάζει το νερό στα πλαϊνά της ζωής της. Γύρω, όλα τα φαντάσματα λούζονταν κάτω απ’ το φως του βενετσιάνικου πόνου και τα τσετσέκια άνθιζαν χίλια χρόνια. Μια όπερα ξάνοιγε τον ήχο της προς το ηλιοβασίλεμα και ο θάνατος είχε ένα κοχύλι στο μέτωπο.
Και το νερό ακίνητο κι διαδρομή στο τέλος.
- Prego signorina, εδώ θα σε προσέξουν, θα βρεις τα λόγια που χρειάζεται η πληγή, της είπε και έπιασε ανάλαφρα το γυμνό της χέρι.
Μέσα από τον αχνό μιας άλλης πέτρας φάνηκε ο ίσκιος του, την πήρε αγκαλιά και δίχως λέξη καμιά την ακούμπησε πάνω στη χάρτινη πλημμυρίδα. Σσσ… της είπε, σκέψου τα ύστερα και τα αυριανά. Και όσο αυτή αφουγκραζόταν το μαρμαρένιο σκαλοπάτι, εκείνος ψάρευε στην πίσω πόρτα και το νερό καιγόταν στη σιωπή του τελευταίου σούρουπου…
Αυγή, 10/2/2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου