της έπιασα το χέρι
την παρέσυρα στην βεράντα
την είχα πιάσει να μιλάει με τους ανέμους
στην ίδια αυτή βεράντα
να συλλογάται τους απόκρυφους της στίχους
ο κόλπος που την είχα δει να περπατάει ξυπόλυτη
δεν φαινόταν
αλλά ακούγαμε την οργισμένη θάλασσα να δέρνει τα βράχια
-η νύχτα είναι προχωρημένη θα πρέπει να πηγαίνω
-μην αφήσεις το σώμα μου εδώ
αν θα πάρεις τις σκέψεις μου και τις ανάσες μου.
έλα αύριο το βράδυ να σου κάνω το τραπέζι.
μου χαμογέλασε ντροπαλά μα λάγνα
και βρήκα το θάρρος να της αγγίξω τα μαλλιά
έσβησα τα φανάρια να μην δει κανείς το βιαστικό μας φιλί
-τι θέλεις να σου μαγειρέψω? έχω φρέσκα καλαμάρια.
μπορώ να τα κάνω γεμιστά με γραβιέρα ή κοκκινιστά με κρασί.
-λαχανοντολμάδες θέλω είπε και ξεκαρδίστηκε
-νόστιμους λογοτεχνικούς λαχανοντολμάδες
με μπόλικο άνηθο και δυόσμο.
την είδα να ευχαριστεί τους οικοδεσπότες
για την υπέροχη βραδιά
τα μάτια της όμορφα νυχτερινά μήλα
ούτε που γύρισαν να με κοιτάξουν.
όταν έφτασα σπίτι τάισα τα καλαμάρια στον γάτο
και κατέβασα το βιβλίο
με τις συνταγές της γιαγιάς.
Γιώργος Τρίκερι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου