Ήταν κι οι φορές που έφτιαχνε τις μικρές τούρτες από λάσπη, τις έψηνε στον ήλιο και τις άφηνε έξω από τα μεγάλα ζαχαροπλαστεία της πόλης. Γίνονταν ανάρπαστες από τις κυρίες και τους κυρίους με τις μυτερές ομπρέλες και τις μαβιές γλώσσες. Περίμενε τις καλοκαιρινές μπόρες να γυαλίσουν τα συρματοπλέγματα των γειτόνων κι όταν αυτοί τα σκούπιζαν με πανιά να μη σκουριάσουν, εκείνη ετοίμαζε τα ξύλινα ταψάκια, μάζευε τη λάσπη από τις ξεθυμασμένες λούμπες, ζύγιζε με το μάτι τις ποσότητες και τις έπλαθε σχήματα στρογγυλά και οχτάγωνα, όμοια με τις καρδιές των αστεριών πριν την μεγάλη τους έκρηξη. Όσοι την έβλεπαν σκυμμένη στο υγρό χώμα πίστευαν πως είχε χάσει την ευστάθεια των μεταλλικών ποδιών και πως έψαχνε για τα άχρηστα βότσαλα μιας χαμένης αρχαίας λίμνης, τότε που οι άνθρωποι είχαν μιαν άλλη αντίληψη για τα ενθύμια. Όμως εκείνη δεν είχε καμία σκέψη και καμιά πρόθεση, παρά μόνο το πώς ο ήλιος θα έδινε στον πηλό την εξωτερική σκληράδα της γης και τη μαλακωσιά του κέντρου των βρασμών, τέτοια που όποιος τον γεύονταν θα έπαιρνε το ζωηρό των ξεχασμένων κατακόκκινων βυθών, τη θέρμη της ανεξίτηλης μνήμης, την ανακούφιση των προσαρμογών και των παιδικών παιχνιδιών την αξέχαστη γεύση.
Αθηνά Τιτάκη
από την ανέκδοτη συλλογή πεζών της Αθηνάς με τίτλο Ερωτικά Σαφές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου