Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Jazzmine says..........Querer como te quiero no va a caber en ningún bolero.


Έκλεισε το τηλέφωνο και δεν ξαναμίλησε.


Έπεσε στο κρεβάτι τρέμοντας, 
τα δόντια της χτυπούσαν με δύναμη,
κουκουλώθηκε με το πάπλωμα,
έσφιξε τα μάτια.


Ψηνόταν στον πυρετό τρεις μέρες και δυο νύχτες 
τις στιγμές της νηφαλιότητας αναρωτιόταν
τι σκατά συμβαίνει εδώ
ήταν απλά μια έλξη
μα το σκοινάκι του σύμπαντος τεντώνεται επικίνδυνα
κόντρα σ' όλους τους αστερισμούς
τι συμβαίνει εδώ
ότι και να ναι δεν είσαι αρμόδια να τ' απαντήσεις
πιες τη σούπα σου και κοιμήσου
δεν μπορώ
βλέπω τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της 
είναι ο πυρετός κοιμήσου
όχι, όχι δεν είναι.


Τον β λ έ π ω.


Jazzmine 


Querer como te quiero no va a caber en ningún bolero:
To να θέλεις κάποιον όπως εγώ σε θέλω, δε θα χωρέσει σε κανένα μπολερό.




Λίγο μέλι, τηγανίτες, ομελέτα και διπλό την Τρανζοσπόρ….




Η αλήθεια είναι ότι όλοι οι συγγραφείς ψάχνουν ένα «παράθυρο» για να γράψουν. Ένα παράθυρο με «θέα». Όσοι το βρίσκουν είναι τυχεροί, όσοι δεν το βρίσκουν καταλήγουν δημοσιογράφοι…
Είναι πιο εύκολο να βρεις κάποιον που να μην είναι δημοσιογράφος στα γραφεία των New York Times παρά στα ελληνικά blogs. Οι bloggers είναι οι σύγχρονοι ρεμπέτες. Οι ρεμπέτες του 21ου αιώνα. Πιάσε τον αργιλέ ρε Μήτσο….!
Έχει πολλή πλάκα να γράφεις για θέματα για τα οποία δεν έχεις την παραμικρή ιδέα. Τώρα καταλαβαίνω πως αισθάνονται οι δημοσιογράφοι. Η μητέρα μου ξετρελάθηκε με το πρώτο μου βιβλίο, της άρεσε πολύ, εκτός από τα κείμενα! Την πλήρη καταξίωση όμως, την ένιωσα, όταν με έκανα σύνθημα τα παόκια στη «ΘΥΡΑ 4». 
Διαφωνώ με ότι λες, αλλά θα υπερασπιστώ το δικαίωμα σου να το λες, αν και σε έχω γραμμένο στα αρχίδια μου, επειδή έτσι αποδεικνύεται πόσο πιο έξυπνος από σένα είμαι! Είμαι αριστερός! Καλά ακούσατε! Μου αρέσει να «τη λέω»,να κάνω κριτική σε αυτούς που με κυβερνάνε. «Ου ρε», «Κάτω ρε», «Ντρέπομαι για λογαριασμό σου», και διάφορα τέτοια! Έχω άποψη. ΌΟΟχι έχω πολλές απόψεις! Τις εκφράζω κυρίως υπό μορφή σχολίων, σε blogs και σύντομα και στο chime.in, αφού θα πληρώνομαι!
Στη δουλεία δεν πολυμιλάω, δεν είναι το κατάλληλο περιβάλλον. Στην γκόμενα μου δεν τα λέω, γιατί δεν έχει υπομονή, βιβλία δεν πολυγραφώ, δεν χρειάζεται, τα ξέρω ήδη απ’ έξω αυτά πού θα έγραφα! Δεν πολυδιαβάζω γιατί βαριέμαι. Κανα τσιτάτο από δω, καμμιά ωραία ατάκα από’ κεί. Στην τελική δεν πολυχρειάζεται κιόλας το διάβασμα, αφού είμαι αριστερός! Με αγωνία παρακολουθώ στην τηλεόραση τις εξελίξεις σε Αίγυπτο και Τυνησία. Βέβαια δεν με πολυενδιαφέρει γιατί είμαι και λίγο χριστιανός! Αυτό που μου την σπάει περισσότερο είναι ο εθνικισμός, ο σωβινισμός, και ο ρατσισμός. Των άλλων! Εμένα δεν με αγγίζουν, γιατί είμαι αριστερός!
Μάρξ; Έγκελς; Τους παίζω στα δάχτυλα. Ξέρω τέσσερις φράσεις του ενός και δύο του άλλου, και με το τρομερό μου ένστικτο για πότε τις αμολάω σε μια κουβέντα! Για μένα η ζωή είναι ένα καφενείο, όπου ρητορεύω και εντυπωσιάζω τους φίλους μου. Όταν ανοίγω το στόμα μου λέω τέτοιες μαλακίες που ανατριχιάζω. Αφού έχω καλλιεργήσει την εξυπνάδα μου! Φυσικά τα θέματα ιστορικού υλισμού και διαλεκτικού υλισμού σε σχέση με τον αντιανθρωπισμό και τις μαρξιστικές κατευθύνσεις που αυτές αντιπροσωπεύουν τα έχω επιλύσει. Τις προάλλες εκεί που έτρωγα τα υπέροχα μακαρόνια μου’ ρθε στο μυαλό κάτι που είχε πει ο θείος μου που είχε ακούσει σε μια συγκέντρωση, για τιμωρία έπλυνα τα πιάτα μετά!
Είμαι ενάντιος στην εξουσία οποιουδήποτε δεν είναι ΕΓΩ και προστατεύω τα δικαιώματα μου, εφόσον τα δικά μου δικαιώματα είναι φύσει αριστερά! Αλίμονο στον αριστερό που δεν είναι δεξιός και στον γέρο που δεν είναι νέος. Πόσες φορές φαντασιώνομαι ότι μιλάω από μπαλκόνια η εποπτεύω στρατεύματα από το ύψωμα ενός λόφου. Το πρωί που ξυπνάω ανακαλύπτω ότι δεν έχω ούτε ακροατήριο να ζητωκραυγάζει… «Πες τα Χρυσόστομεεε..», ούτε στρατιωτάκια, γιατί είναι και οι άλλοι αριστεροί, οπότε έλειπαν, γιατί είχανε τις δικές τους φαντασιώσεις να παρακολουθήσουν….
Για μένα, σκοπός του να είσαι αριστερός είναι το να είσαι αριστερός! Γιατί κάτι πρέπει να είσαι σε αυτή τη ζωή. Άλλους σκοπούς δεν πολυεμπιστεύομαι γιατί ως αριστερός είμαι και σκεπτικιστής! Πάντως όταν με ρωτήσει κανείς σε τι κοινωνία θα ήθελα να ζω, απαντώ αμέσως… « σε μια κοινωνία όπου θα μπορώ για πάντα να είμαι αριστερός»…και μετά συνειδητοποιώ ότι εννοώ αυτήν εδώ. Μια χαρά δεν είναι;!!!!!


Πόντικας

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

ψωμί

Vincent Van Gogh-Old man in sorrow.

Ξύπνησε ο Γιάννης Αγιάννης, κρατούσε τον αριθμό της φυλακής 24601, ξύπνησε μετά από μεγάλο ύπνο. Και βρέθηκε ξαφνικά σε μια πόλη που περίσσευε ο ήλιος μα όχι οι άνθρωποι. Βρέθηκε στην μέση ενός πλήθους που φώναζαν για χαμένο ψωμί. ( Αν αυτό είναι το πρόβλημα πάρτε το), τους φώναξε και έτεινε ένα καρβέλι ψωμί. Μα κανείς δεν τον πρόσεξε, όλοι ήταν χαμένοι στην δραστηριότητα της ημέρας. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και προχώρησε σκεπτικός. Στο μεταξύ ολοένα φανερώνονταν ρυτίδες και αυλάκωναν το πρόσωπο του....
κι έπιασε να ταίζει τα περιστέρια γύρω του...


Πόπη Συνοδινού


επισκεφτείτε τον κόσμο της Πόπης: http://popsyn.blogspot.com/

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

                               στη ζωγραφιά "οι πατατοφάγοι" του Van Gogh


Η μάνα μου κατάγεται από αγροτική οικογένεια, εποχές που τα παιδιά δε μεγαλώνανε μπροστά αλλά στο πλάι ή ακόμα και πίσω από τους γονείς τους και ίσως γι αυτό η δικιά της η μάνα δεν την χάιδεψε ποτέ. Και μια φορά, στους πόνους πάνω της γέννας μου, όταν της το απαίτησε το χάδι, της ούρλιαξε δηλαδή με κλάματα: «Ρε μάνα χάιδεψε με!», πήρε τη βιβλική απάντηση: «Μα πως παιδί μου, αφού δεν ξέρω».




(α.σ. Εξάρχεια, 2011)


by Angelos Spartalis 
http://www.spartalis.gr

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

η μπαλάντα του χωριάτη που βρήκε, έζησε και έχασε τον έρωτα στη μεγάλη πόλη



Έριξα την ντάμα κούπα και πήγες να μου την φας με τον αξιωματικό σου.
τότε κατάλαβα ότι κάτι  συμβαίνει λάθος.
ήταν η λάθος ταινία.
ο λάθος πόλεμος.
το λάθος κρεβάτι.
όλα ήταν λάθος εκτός από σένα.
ο πανικός στα μάτια σου ήταν αληθινός λες και το χάδι μου ήταν ξυράφι.
μου ψιθύρισαν τα μάτια σου (που ευτυχώς είναι πάντοτε σύμμαχοι μου) ότι νιώθεις φυλακισμένη.
αυτό αυτομάτως εμένα με κάνει δεσμοφύλακα.
ασχέτως προθέσεων.
(fuck good intentions)
ένας ρόλος που αρνούμαι να παίξω.
δεν είμαι χορευτής, δεν είμαι εραστής αλλά ούτε δεσμοφύλακας.


μάζεψα τα πράγματα μου.
που δεν ήταν και πολλά,
μια λύρα,
ένα laptop
και μια ζωή.
επέστρεψα στο χωριό μου.
τώρα κάθομαι στο καφενείο της πλατείας.
οι συχωριανοί με κερνούν ρακές και αναρωτιούνται τι γίνηκε εκεί κάτω στη πρωτεύουσα και δεν χαμογελώ πια. 
που να ξέρουν ότι άφησα τα χαμόγελα μου σ΄ένα συρτάρι με δυό σοκολάτες κι ένα βιβλίο με ποιήματα του Λόρκα.
να τα βρεις να χαρείς.


Γιώργος Τρίκερι.

άτιτλη ωδή



Να μην φτιάχνεις τα μαλλιά σου.
Άστα έτσι
νεραντζιές ανθισμένες
στα χέρια μου

Να μην βάφεις τα μάτια σου.
Άστα έτσι
γαλάζια παράθυρα
στην ψυχή μου

Να μην βάφεις τα χείλη σου.
Άστα έτσι
ακούραστες θάλασσες
στα δικά μου





Νίκος Βουτσινάς

A Ξ Ι Ο Π Ρ Ε Π Ε Ι Α

                                          "Κασσιανή & Γιάννης", 2007, 120x90εκ., λάδι σε καμβά.




Τον παράτησε κι έφυγε. Γιατί βαρέθηκε ή γιατί βρήκε κάτι καλύτερο ή και για τα 2 μαζί. Αλλά μάλλον όχι, δεν τον παράτησε για τίποτα απ’ αυτά, αλλά για κάτι άλλο, πιο ύπουλο. Γιατί είχε πει 1-2 μέρες πριν: «Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ, χωρίς εσένα δε ζω».  Κι αυτό είναι αβάσταχτο, το ξέρει άλλωστε καθένας που είχε κάποτε καναρίνι, ή καφετέρια ή παιδί ή έστω ένα δίπλωμα οδήγησης, ακόμα και απλό, δε χρειάζεται να ‘χεις επαγγελματικό για να το καταλάβεις. Είναι θέλω να πω μια δέσμευση που δεν αντέχεται. Αν έχεις αξιοπρέπεια και μερικά φράγκα στην τράπεζα… οφείλεις να φύγεις.




(α.σ. Αθήνα 2011)


κείμενο και πίνακας by Angelos Spartalis 


http://www.spartalis.gr 

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

ποιητές όλου του κόσμου ενωθείτε


"Η πρώτη επανάσταση ήταν των ρομαντικών, που τα έβαλαν με την αστική βιομηχανική ωφελιμιστική τάξη. Η δεύτερη ξεκίνησε από τους σοσιαλιστές, που κατήγγειλαν τη φρίκη των πολέμων και την κοινωνική αδικία. Η τρίτη επανάσταση, που ήδη ωριμάζει, θα είναι "ποιητική". Οι άνθρωποι θα καταλάβουν πόσο μάταιο είναι να έχουν αυτούς τους τρελούς ρυθμούς στη ζωή τους. Θα νιώσουν πόσο πεζή είναι η καθημερινότητά τους. Θα συνειδητοποιήσουν ότι ασχολούνται με τα πάντα, στριμώχνοντας τη λογοτεχνία σ' έναν "ελεύθερο χρόνο" που μειώνεται συνεχώς. Και θα εξαπολύσουν τότε τη μεγάλη αντεπίθεση για να ξανασυναντήσουν τους ποιητές. Οι νέοι έχουν ήδη αρχίσει: οι γιορτές τους, οι χοροί τους, οι έρωτές τους, ακόμη και η μαριχουάνα τους, εκφράζουν, έστω και μ' έναν αφελή τρόπο, την ανάγκη για ποίηση."


EDGAR MORIN
thanx Sotiria

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

διχασμένη νύφη



δύο γυναίκες περπατούν με ένα πρόσωπο.
η μια είναι ψηλή και όμορφη.
η άλλη είναι ψηλή και όμορφή αλλά δεν το ξέρει.
η μια μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
η άλλη τα τραβάει να μου τα ξεριζώσει , με την ίδια τρυφερότητα.
η μια εξαφανίστηκε τον πρώτο μήνα γιατί δεν άντεξε. 
η άλλη μένει μαζί μου γιατί πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξω.
δέχτηκε να με παντρευτεί γιατί της κέντησα ένα κόκκινο νυφικό.
το πρωινό του γάμου δεν εμφανίστηκε.
την βρήκα στο κοιμητήρι δίπλα στην εκκλησία.
το νυφικό ήταν τόσο όμορφο αλλά το φορούσε σαν κλουβί.
μασουλούσε τα κουφέτα με την σοκολατένια γέμιση που μαζί είχαμε διαλέξει και χάζευε τα μνήματα.
μου χάιδεψε τα μαλλιά.
με κοίταξε με κείνο το θλιμμένο ύφος που εμφανίζεται στο πρόσωπο της όταν νομίζει ότι έχει κάνει κάτι που με στεναχώρησε.


-θα ήμουν απαίσιος σύζυγος.
-θα μαγείρευα απαίσια φαγητά.
-θα πετούσα τα ρούχα μου όπου να΄ναι.
-θα σου φαινόμουν τόσο άσχημη το πρωί.
-θα μου φαινόσουν τόσο όμορφη το πρωί.
-θα γκρίνιαζα συνέχεια.


της ξεκούμπωσα το φερμουάρ.


-μου αρέσει η γκρίνια σου.
-θα ξεχνούσες την επέτειο μας και θα σου θύμωνα.
-θα με έβαζες να κοιμηθώ στον καναπέ.
-θα ερχόμουν να σε σκεπάσω με μια κουβέρτα.
-θα καταλήγαμε αγκαλιασμένοι.


κρέμασα με ευλάβεια το γαμπριάτικο κουστούμι στο τάφο ενός νεαρού λοχία που σκοτώθηκε σε κάποιο πόλεμο.
δίπλωσε το νυφικό και το απίθωσε στο τάφο μιας γιαγιάς που όλη της τη ζωή την έζησε χωρίς να πάει καν στο διπλανό χωριό.
πετάξαμε τις βέρες στη λίμνη με τα χρυσόψαρα.
ξυπόλητοι ξεκινήσαμε να βρούμε την δίδυμη φίλη της.


Γιώργος Τρίκερι.




ζώντας




μην τρέχεις!μην προσπερνάς!!!
μην λησμονάς!!!
τα καλντερίμια της ζωης εχουν πολλά να σου πουν.....
και ο φάρος πάντα αναμμένος.....
... σε αυτο της το ταξίδι......
το χρώμα ζωηρό....
και η γεύση της γλυκόπικρη.....
παρτοκάλι και νεράντζι......ΖΗΣΕΕΕΕΕΕΕΕ την καθε στιγμή!!!!!
και ακου την......
νιώσε την....
καν' την δική σου......
μύρισε την.....
αγγιξέ την.....
χρωματισέ την.......


Ντινέττα Λιάκου

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

midnight in my heart


U and I will never know what the song is about.
what a shame.
what a fuckin΄ waste of true emotions.
Ι will have to hide my love like some terrible birthmark. something that everytime you see you feel so disgusted, you run away from.
Time will go by as it always does and you will keep standing next to me not because you want to but because proximity is inevitable.
U and I will never become friends, just familiar strangers.
U and I will share anger, hatred and misery but never joy.
All songs will sound empty, flowers will bloom in black and white and smiles will only be forced grimaces.
U and I will never become We 
... and all love in vain.


sleepless in soulpie.


clown for the amazing adventure of the lacemaker and the rhinoceros. Salvador Dali

Jazzmine says...........@ Platform 9





Αποκλείεται να γράψω αυτές τις μέρες..
Δεν θα πρεπε. Ούτε να βγω έπρεπε εδώ που τα λέμε.

Ο Άρης μου λέει " το μόνο που θέλω είναι να είσαι καλά"

Μα είμαι! του απαντάω, στριφογυρίζοντας ένα πρώην εκτυφλωτικό χαμόγελο στα χείλη που σχεδίασες ένα φιλί, χιλιάδες στιγμές πριν..

Αυτές οι μέρες είναι χαμένες απ' τη γέννα τους, βουτάνε σ' εκείνες τις καταραμένες γέφυρες μα δεν καταφέρνουν ούτε καν μιά εντυπωσιακή πτώση για να διασκεδάσουν τους άστεγους, ίσα ίσα απλές μέρες κρεμασμένες  σα θυμωμένα σταφύλια στ' αμπέλι της απώλειας.


Ισορροπώ ένα ποτό στο ένα χέρι και με το άλλο μαζεύω τα μαλλιά μου - θα πω όσα ψέμματα χρειαστούν και θα τα πω καλά απόψε, αρκεί να δείχνω ανέμελη- ένας άγνωστος με ευγενικό χαμόγελο μαζεύει το γαλάζιο μου λαστιχάκι απ' το πάτωμα και μου το δίνει:

- "Σου πάνε καλύτερα μαζεμένα. Να φαίνεται το πρόσωπό σου. Στέφανος."

Έχω τουλάχιστον πέντε απαντήσεις για σένα, Στέφανε, έτοιμες, όμως δε θέλω να σε τρομάξω. Βλέπεις η αλήθεια δεν εξυπηρετεί πάντα, το αντίθετο.

Για παράδειγμα θέλω πολύ να σου πω: "Δε δίνω δεκάρα για το ποιος είσαι και τι θέλεις, μπορείς να πας να πνιγείς." Η ακόμα καλύτερα: "Τι είναι αυτό που σε κάνει να πιστεύεις ότι τρέφω την οποιαδήποτε επιθυμία να μάθω το όνομα της θλιβερής σου ύπαρξης?"
Ή κάτι εξίσου προσβλητικό.

Γιατί βλέπεις Στέφανε, εσύ είσαι εδώ κι εκείνος όχι κι αυτό είναι εγκληματικό από μέρους σου.

Αντί γι αυτό χαμογελάω και του δίνω το χέρι:

- "Μήδεια."

(Τώρα Στέφανε αν έχεις ανοίξει κάνα δυό βιβλία στη ζωή σου θα χεις καταλάβει ότι αυτό είναι μια ξεκάθαρη προειδοποίηση)

- "Μήδεια? Σοβαρά? Πολύ ωραίο όνομα, δεν πρέπει να χω γνωρίσει ποτέ κάποια που να την έλεγαν έτσι."

(Ωραίο όνομα! Bingo! Ελάτε να μαζέψετε τον τύπο. Αυτό συμβαίνει καλέ μου  γιατί κανείς ποτέ δεν θα τολμούσε να δώσει αυτό το καταραμένο όνομα σ' ένα κορίτσι - στο τέλος της τραγωδίας το προφητεύει κι ο Ευριπίδης)

- " Είσαι μόνη?"
(Πίσω μου έχω έξι άτομα.)

Χαμογελάει. Ξανά.

(Έκανα λάθος. Το χαμόγελο δεν είναι ευγενικό, είναι ηλίθιο)

Πάνω που ετοιμάζομαι να απαντήσω (στο λόγο μου μέχρι αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι είχα κατά νου να πω) η φίλη Άννα πλευρίζει διακριτικά και χαμογελώντας (απόψε παίζουμε όλοι στην ταινία " Το χαμόγελο σου πάει πολύ") μου λέει:

 - " Ήρθα να τον σώσω."
- "  Συγνώμη, δεν υποτίθεται ότι πρέπει να σώσεις εμένα? Αυτόν να τον σώσουν οι φίλοι του"
- " Δε θα προλάβουν οι φίλοι του, αστο τώρα το αγοράκι, έλα από κει"
- " Άννα να κάτσεις στ' αυγά σου, φλερτάρω παιδί μου!"
- " Τα νύχια σου ακονίζεις πουλάκι μου, δεν ξέρω εγώ, θες και να φλερτάρεις"
- "Γεια σου Ιάσονα. Δεν ήταν γραφτό."
- " Στέφανος"

Μα επιμονή αυτός ο άνθρωπος! ΚΑΙ ξεροκέφαλος! Δεν ξέρω εγώ??

Και τα μαλλιά μου είναι καλύτερα λυτά!

Για να μπορεί να περνάει τα δάχτυλα του εκείνος και να με φέρνει κοντά του..

Και το χειρότερο όλων είναι ότι δεν είμαι ούτε λίγο μεθυσμένη.
Ούτε στο ελάχιστο.

Κι ακόμα χειρότερα, είναι όπως είπες μια φορά γι αστείο, γεννηθήκαμε παρελθόν.

Βλέπεις, είναι οι αλήθειες που λέγονται ή δε λέγονται
κι είναι κι οι αλήθειες που φαίνονται. Η αλήθεια δεν κρύβεται.

Τη βλέπω ακόμα κι εγώ, ακόμα κι εγώ, που έχω τα μάτια μου..ερμητικά κλειστά.



Jazzmine one more tonight

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Jazzmine says.......again the moon


Μισό φεγγάρι οργισμένο

απλώνω τα χέρια μου να τ' ακουμπήσω

όπως τα παιδιά,

μα πιάνω μοναχά νερό..


Το' χα αγγίξει όμως κάποτε

και το θυμάμαι

και δε θα πάψω να προσπαθώ.




Jazzmine @ the moonlight

Sun day



maybe
all I need
is to see the 
sun
rise.
the first thing to hear in the morning
a loved one΄s voice 
say
"I care".
maybe 
it΄s that simple
after all.


sleepless in soulpie





Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Ξύλινος συλλογισμός




..και έτσι δεν θα σκοτουριάζω πια
τον ξύλινο νου μου
μ'ερωτοπάλες


Δέντρο θα'μαι,
μ'όλες τις αισθήσεις μα δέντρο.


Ακίνητο, όρθιο.


Πολέμους και μάχες
θα δω
κι οχι πως αιώνια θα'μαι.
Ξέρω πως κι εμένα
κάτι σκληρά χέρια
θα με τσεκουρώσουν,
όπως τίποτα
δεν μένει όρθιο στη γη.


Δυό σύννεφα μεγάλα
θα λαχταρώ κάθε μέρα
από πάνω μου
και κάτι στάλες
τους,
να
ζω.


Έτσι,
για να δίνω σκιά
σε κάτι της στιγμής αιώνιους όρκους
που σαν νότες χαζές
θα διαπερνούν τα φύλλα μου
ερχόμενες καυτές σχεδόν υγρές
απο τις ρίζες μου
κατάχαμα."



Katia  Tornay

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

οι άσφαλτοι



Δε την γνώρισε η γενιά μας τη φτώχια.
Δε την πρόλαβε την Επανάσταση.
Μπορούσε να λέει ότι θέλει.
Και να καταναλώνει ότι δεν θέλει.
Κι όλοι είχαμε δουλειές 
που δεν πρόσφεραν τίποτα.
Αυτοκίνητα, όμορφα ρούχα και απεριόριστη
Άνεση χρόνου ομιλίας. 
Ήμασταν ενήμεροι.
Μάλλον ξέραμε πόσο είναι το χρέος μας.
Αφού γεννήσαμε στο ψέμα αυτό αυγά
Τα παιδιά μας.
Τώρα φταίνε για μας
Αυτοί που έφταιγαν πάντα.
Και θα λέγονται Σύζυγοι, Εραστές
Εργοδότες , Κυβέρνηση.
Μόνο εμείς τα κάναμε όλα σωστά.
Όπως πάντα.


Νίκος Βουτσινάς

Love story: a German teacher deals with an autistic child in Wales


German language assistant Alissa tells the story of a separation in the Welsh valleys in Glamorgan. This article was second runner-up of the 2009 German Youthreporter award, ‘Verliebt in Europa’ (‘In Love With Europe’)
Image: ©Claudia Vieira/ Flickr
‘Miss, William’s daydreaming again,‘ squeals Katelyn with a sing-song air, pointing accusingly at the red-haired boy at the window. As I approach him, I see in the reflection that his eyes are red. I take an automatic deep breath, ready to deal with the latest autistic attack from my favourite red-haired pupil.
‘Are you sad, Scott?‘ I ask him, deliberately using his secret name. He looks at me with those clear eyes which always send a chill through me, and asks: ’Miss, do you like being a teacher assistant in our class? Or would you prefer being somewhere else instead?’

’I like being in your class and I also like being somewhere else sometimes. And you, Scott?’ ‘I want to be somewhere else most of the time. I always want to be where Amy is,‘ he whispers, pressing his nose against the window pane. 

This is a love story set against the soft Welsh hills in the so-called Valleys of Glamorgan. It is played out in the hearts of a pair of kids, who nobody believes can love each other. Once upon a time there was a nine-year-old boy with fiery red hair and very light eyes whose colour would change. After a few tries the boy was born in America. Shortly after his birth he was taken out of hospital and brought back to England via a certain steam engine, the Flying Scotsman. Once upon a time there was a girl called Amy, who had an average childhood until a boy called William or Scott walked into her class. William had remarkable eyes and Amy had notable ears. Together they could go through more astonishing things than Captain Cook.

’I need to go to Swansea, Miss.’ William has crept up to me during my break. He holds on tightly to my coat, his hands turn white. ’I have been thinking a long time, Miss. See, my eyes became grey.’ He turns his round face towards me and I see a wakeful pupil surrounded by a livid grey. ‘Swansea is on the coast, right? If I could just stand on the beach Amy might hear me from where she is with her special ears, you know. And maybe I could see her with my eyes then. Maybe my eyes will get their normal colour back.‘

This is the story of a separation. Or love beyond every border. When Amy’s father got a job in Arklow in south east Ireland, the family left the little Welsh town, swapping the howl of the wind with the rain of the sea. I look silently down at William and understand that no school counsellor would ever believe that an autistic boy might be in love.

‘Will you go with me?’ I swallow. ‘Why don´t you ask your nan to go on a trip to Swansea? I am sure she won´t say no.’ My nan does not like it when I talk about Amy. Please, Miss, I want to go with you.’ Williams‘ nanny would really appreciate it if I took her child, who she nicknames ‘the trouble boy’ out on a day trip. His mother also appreciates the good relationship I have with her son, which she calls ‘incredibly healthy’.

On Thursday William brings me a picture he has drawn himself, of a stick man with red and brown hair, and one blue and one brown eye. The stick man is quadrupedal. ‘Who is that?’ I ask stupidly, clearly looking blank about the four feet. ‘It´s me,‘ says William proudly. ‘I have blue eyes in this picture. That means I am happy.’ ‘But why do you have four legs?’ ‘Two of them belong to Amy. And so does the brown hair and the brown eye. It´s Willamy. Half Amy and half me makes one Willamy, together we are two Willamies.’ He giggles, breathing heavily through his mouth. Later I have to take him out of the classroom because he has begun to hyperventilate.

On Friday William’s eyes are blue like the cloudless sky outside of Wales. He is able to concentrate on a couple of exercises. As I enter the hotel reception of Swansea Beach Inn on Saturday, where I am due to meet William’s nanny, he is waiting for me in a huge green seat, smiling ahead of him. Later we run on the beach, climb a low wall and roll around on the dunes. William spits out the sand and stares on the horizon. The boy closes his eyes and rubs his forehead as if he wants to take on a more gentler tone. As he carefully opens his eyes, they are gray-green. I know what this means. ‘She is there, waving at me!‘ he cries suddenly, breaking out into a hysterical crying fit. I decided not to act like every other adult in the same situation and treat William like someone in love, not as a child. I decided, to accept the love between two kids. 

‘Let´s go slowly back to the hotel. Enjoy the last minutes of today’s special moment with Amy. Tomorrow you will have another one,’ I suggest. William runs off screaming across the dune, towards the waves. I jump up and run after him. He tumbles and lands face-first into the sand. A fisherman circles him. I let myself fall next to him and try to hold him back, but he breaks loose and wades into the water. A small wave crashes over his shoes, but William doesn’t stir. ‘Why do I feel that, Miss?’ he asks. I carry him out of the sea, back to the beach, where he dumps himself on his knees. ’It´s because you are in love.’
’In love,’ he replies. ’That´s what it is. It is really bad to be in love.’ William looks out over the sea, then opens his little mouth and screams at the top of his lungs.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΜΕ ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ (ΣΑΝ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ)




'Ετριζε η παλιά ξύλινη σκάλα καθώς ανέβαινε η γυναίκα που ήταν κόκκινη,
την σήκωσε στα χέρια του σαν να ήταν φτερό από παγόνι, την  άφησε μαλακά δίπλα στο παράθυρο, είναι ψηλός κι ωραίος σαν τους παλιούς ανθρώπους τους ατρόμητους, λάμπει από ομορφιά, δεν έχει τίποτε περιττό το σφιχτό τους αγκάλιασμα,
ευωδιάζει ο τόπος έρωτα, ακόμη κι από αλήθεια, αναρωτιέσαι πως συνταιριάζει ο έρωτας με την αλήθεια, έχεις δίκαιο, όμως αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά είναι η αληθινή τους πρόθεση πως δεν έχουν άλλες προθέσεις πέραν του δοσίματος, πέραν της πληρότητας που υπάρχει όταν ο ένας είναι μέσα στον άλλο, έτσι τώρα η γυναίκα στέκεται στο παράθυρο και τα μακριά της μαλλιά αντανακλούν χρώματα της γης, τα μαλλιά της φτάνουν λίγο πρίν την αρχή της μέσης της, τα μάτια της έχουν κάτι από την θλίψη που έχουν τα μάτια μιας ελαφίνας χαμένης από το κοπάδι, αυτός σαν τα κοιτάζει χάνεται σε ένα δάσος με φωτοσκιάσεις πέραν του φυσικού που προσδιορίζουν τα μάτια, την χαιδεύει, αυτή ανταποδίδει μεθυσμένα, ξέφρενα, οι αισθητικές παρεμβάσεις του δικού τους έρωτα είναι απολύτως όμορφες, αθώες και πυρετώδεις, εξαγνισμένες, όλα τα προηγούμενα πρόσωπα είναι σαν να μην έλαβαν τόπο και χρόνο, υπήρξαν μονάχα για να κάνουν το φύλο τους πιο διαυγές και πληθωρικό, υπάρχουν άνθρωποι που δεν ζούν αν δεν είναι ερωτευμένοι, αυτή η γυναίκα κι ο άντρας δεν υπάρχουν αν δεν είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους μονάχα, η ημέρα κι η νύχτα ξεψυχούν στο ερωτικό τους παραλήρημα, έχει γονατίσει τώρα εκείνος μπροστά της, εκείνη κάθεται σε μια ξύλινη πολυθρόνα, όλα σε αυτό το σπίτι είναι ξύλινα, έχει το κεφάλι του στα πόδια της, τα μαλλιά της αγγίζουν το πρόσωπο του, κλείνει τώρα τα στήθη της στα χέρια του και τα φιλά πάνω από το κόκκινο ρούχο της, βρίσκει μαι νέα τρυφερότητα για να το κάνει, αυτή  τρέμει από την ανυπομονησία που ξυπνούν τα φιλιά του, τα φιλιά του βρίσκουν σαν υπνωτισμένες αμαζόνες τα δικά της, υψώνουν χρώμα και αγάπη, αυτή η αγάπη είναι η φυσική διάσταση του δικού τους έρωτα, δεν υπάρχει άλλος φετιχισμός πέραν της μυρωδιάς και της γεύσης τους, η πολυθρόνα κουνιέται μαλακά καθώς συνεχίζει να την φιλάει, δονήσεις ξεκουμπώνουν τις κρύπτες της, την ανακαλύπτει, ανοίγει με τα κλειδιά του όλα της τα κρυμμένα, την κάνει δική του, αυτό γίνεται δίχως κόπο, κάποτε έτσι γίνεται, τα πάντα αποφασίζουν για αυτό το δόσιμο, και τώρα έτσι κάνει η κόκκινη γυναίκα, παραδίνει τους λυγμούς της και τις ανάσες της, μα κι αυτός μεθάει από αυτήν την παράδοση, τώρα είναι όρθιοι μπροστά στο μεγάλο παράθυρο, ενώνονται, αυτή έχει τα πόδια της τυλιγμένα στην μέση του, ανασαίνουν βαριά και κινούνται σύμφωνα με την υπόκλιση που κάνει η επιθυμία τους, κινούνται σαν ένα φίδι που χορεύει στον εκπαιδευτή του, ή θα μπορούσες να δείς και την κίνηση της θαλάσσιας ανεμώνης, και οι δυό είναι από την θάλασσα, αυτό δεν έχει σημασία, ή μάλλον έχει γιατί αυτός ο έρωτας γεννήθηκε στην θάλασσα, όμως τώρα το ξύλινο πάτωμα μουσκεύει από τα υγρά στοιχεία, κινούνται και εκείνος την στηρίζει στον τοίχο, κάνει στην άκρη την κουρτίνα, θέλει να βλέπει το φως να την καταπίνει για να μπορέσει να την γευτεί ολόκληρη, δεν υπάρχουν ντροπές μονάχα η διάθεση της πλήρους έκθεσης, τόσο του φυσικού τοπίου όσο και του άλλου που εντέχνως κρατά κανείς για να γίνεται πιο αρεστός, αυτό εδώ δεν υπάρχει, κινούνται τώρα ακόμη πιο άγρια, ο έρωτας γίνεται σαν ένα μαύρο άλογο που ανταμώνει με ένα λευκό, θέλουν να τελειώσουν αυτό το γλυκό μαρτύριο, ο άνθρωπος δεν έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους, τώρα γίνεται μια επίκληση στον θάνατο, υπάρχει αυτή η ακαταμάχητη γοητεία  στο να ζητά ο έρωτας τον θάνατο, στην πραγματικότητα τον προκαλεί σε μια μονομαχία, εδώ δεν υπάρχουν νικητές, υπάρχουν μονάχα ηττημένοι, ζητούν να αφήσουν την τελευταία τους ανάσα, αυτός της γλείφει τα μάτια, σαν να θέλει να της τα φάει, να ναι αυτός η τελευταία της εικόνα, ακολουθεί κι εκείνη, ας υπήρχε τρόπος να πεθάνουν έτσι, μισοί κύκλοι που κάνουν έναν, όπως το φίδι δαγκώνει την ουρά του και δείχνει το άπειρο, έτσι είναι ο έρωτας, σαν την άβυσσο, τώρα η κόκκινη γυναίκα αφήνει τους σπασμούς της πάνω του, κι αυτός την τυλίγει με τους δικούς του, αυτή η παράξενη τελετή σταματάει για λίγο την πράξη, αγκαλιάζονται με μάτια υγρά, είναι ήδη πεθαμένοι γιατί έχουν επισκεφτεί την άλλη διάσταση, απλά προσποιούνται πως ζούν για να συνεχίζει ο έρωτας να γίνεται πράξη, είναι αγκαλιασμένοι και κοιτάζουν έξω από το παράθυρο, η θέα πάντα μετά την τελετή της πράξης είναι απίστευτα γλυκιά και τρυφερή, όλα ξαφνικά έχουν άλλο νόημα και ενδιαφέρον, είναι τόσο φυσικό να γίνονται δυο άνθρωποι ένα, έτσι σκέπτομαι πως πάντα θα πληγώνεται ο θάνατος, μα κι ο έρωτας στιγμιαία πληγώνεται γιατί υπάρχει αυτός ο αντίπαλος, όλα έξω από το παράθυρο είνα καρποί της πιο γενναίας ματιάς, έτσι μονάχα υπάρχει τρόπος να δείς την πιο γενναία έκδοση του ανθρώπου όταν είναι μέσα στον έρωτα, όλα μια ταινία μπρος πίσω με διαφορετικά πλάνα, έρωτας, άνθρωπος, θάνατος, με μια ανάσα, με μια ανάσα, με μια ανάσα...


Πόπη Συνοδινού

επισκεφτείτε τον κόσμο της Πόπης: http://popsyn.blogspot.com/




Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

soulpie cinema presents ... The Crying Game


The Crying Game, 1992 (ελληνικός τίτλος: Το Παιχνίδι των Λυγμών)
Σενάριο-σκηνοθεσία: Νιλ Τζόρνταν.
Όσκαρ καλύτερου σεναρίου.



O σκορπιός δεν μπορεί να κολυμπήσει, ζητά απο τον βάτραχο να τον μεταφέρει ως την απέναντι όχθη του ποταμού. Ο βάτραχος φοβάται οτι ο σκορπιός θα τον σκοτώσει, ο σκορπιός τον πείθει λέγοντας του ότι δεν θα το κάνει γιατί θα σκοτωθούν και οι δύο. Ο βάτραχος πείθεται και ξεκινούν. Όταν βρίσκονται στη μέση του ποταμού ο βάτραχος αισθάνεαι στη πλάτη του το δηλητηριώδες δάγκωμα του σκορπιού. Καθώς βυθίζονται στον θάνατο ο βάτραχος τον ρωτάει:
-Γιατί;
-Συγγνώμη, του απαντάει ο σκορπιός, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Είναι η φύση μου.
Αυτός ο μύθος του Αίσωπου που διηγούνται οι ήρωες  της ταινίας αποτελεί και την ουσία της.
Η ταινία ξεκινάει με την απαγωγή ενός Βρετανού στατιώτη απο μέλη του IRA και την φιλική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο θύμα και έναν απο τους απαγωγείς. Ο στρατιώτης σκοτώνεται και ο απαγωγέας βρίσκεται  στο Λονδίνο για να βρεί τη κοπέλα του "φίλου" και να την φροντίσει όπως του υποσχέθηκε λίγο πριν σκοτωθεί. Δεν θέλω να πω περισσότερα για την πλοκή. 
Το σενάριο γραμμένο απο τον σκηνοθέτη διηγείται μια σκληρή, πικρή αλλά αισιόδοξη παραβολή για την ανθρώπινη φύση και την θαυματουργή δύναμη της αγάπης. Ο Τζόρνταν το κάνει με έναν πιο δαιδαλώδη τρόπο απο τον Αίσωπο αλλά το κάνει εξίσου καλά.
Δες την ταινία και θα καταλάβεις.



Γιώργος Τρίκερι.






a poem by Henry Charles Bukowski


When we were kids
there was a strange house
all the shades were
always
drawn
and we never heard voices
in there
and the yard was full of
bamboo
and we liked to play in
the bamboo
pretend we were
Tarzan
( although there was no
Jane)
and there was a
fish pond
a large one
full of the
fattest goldfish
you ever saw
and they were
tame.
They came to the
surface of the water
and took pieces of
bread
from our hands.


Our parents had
told us:
" never go near that
house"
so, of course,
we went.


We wondered if anybody
lived there.
Weeks went by and we
never saw
anybody.


Then one day
we heard
a voice
from the house
" YOU GOD DAMNED
WHORE!"


It was a man΄s
voice.
Then the screen
door
of the house was
flung open
and the man
walked out.


He was holding a
fifth of whiskey
in his right
hand.
He was about
30.
He had a cigar
in his
mouth,
needed a
shave.
His hair was
wild and
uncombed
and he was
barefoot.
In undershirt
and pants
but his eyes
were
bright
they BLAZED
with brightness
and he said,
"hey, little
gentleman,
having a good
time, I
hope?"


Then he gave a
little laugh
and walked
back into the
house.


We left,
went back to my
parents yard
and thought
about it.


Our parents,
we decided
had wanted us
to stay away
from there
because they
never wanted us
to see a man
like
that,
a strong natural
man
with
beautiful
eyes.


Our parents
were ashamed
that they were
not
like that
man,
that΄s why they
wanted us to stay
away.


But
we went back
to that house
and the bamboo
and the tame
goldfish.
We went back
many times
for many
weeks
but we never
saw
or heard
the man
again.


The shades were
down
as always
and it was
quiet.


Then one day
as we came back from
school
we saw the
house.


It had burned
down,
there was nothing
left,
just a smoldering
twisted black
foundation
and we went to
the fish pond
and there was
no water
in it
and the fat
orange goldfish
were dead
there,
drying out.


We went back to
my parents yard
and talked about
it
and decided that
our parents had
burned their
house down,
had killed
them
had killed the
goldfish
because it was
all too
beautiful,
even the bamboo
forest had
burned.


They had been
afraid of
the man with the
beautiful
eyes.


And
we were afraid
then
that
all throughout our lives
things like that
would happen,
that nobody
wanted
anybody
to be
strong and
beautiful
like that,
that
others would never
allow it,
and that
many people
would have to
die.





Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Ασημένια σιωπή



Η σιωπή που άφησες πίσω σου, οι θυμωμένες γόπες στο τασάκι, το μισό ποτό, η σκιά που σε ακολούθησε, το εξασθενιμένο άρωμά σου.. τα μεγάλα μάτια στο μικρό σου το πρόσωπο στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες μου, ο ήχος των βημάτων σου όσο έφευγες, έμοιαζε με χαστούκι την ώρα που κοιμάμαι, σαν παγωμένο νερό στον πυρετό μου. Δεν μας αρέσουν οι αποχαιρετισμοί, γι' αυτό είπαμε ένα απλό "γεια" ; Τι να πρωτομαζέψω μέσα στην παλάμη μου από 'σένα; Σε έχω όλη εδώ. Μια σκιά να μικραίνει κι ένας απλός παρατηρητής ονείρων και λαθών. Πόσο μεγάλα λόγια και πόσο μικρή η έξοδος; Ο Ελύτης περιγράφει την έξοδο μικρή. Είναι τόσο μικρή, τόσο πού κλείνει. Για να μην κανένας άλλος μπει και διαταράξει την ασφάλεια της σκέψης σου. Πίνω από το ποτήρι σου. Ένα χαμόγελο, χίλιες εκπλήξεις. Τόσες εκπλήξεις, καμιά ελπίδα. Ένα Πήλιο στην μέση περιμένει την άφιξή μας. Κι ένας Θεός περιμένει έναν καινούριο Θεό να τον σώσει. Τόσο δυσδιάστατο το αύριο, τόσο κοντινό και θα είμαστε ήδη μακριά. Η ταυτότητά μου, της φιλίας, δεν μου επιτρέπει να έρθω να σε ξαναδώ. Μα η ανάγκη μου δεν συμβιβάζεται. Όσο υπάρχει συνέχεια, υπάρχει διάρκεια. Η διάρκεια έχει χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας καλείται να έχει πυγμή. Η πυγμή είναι άδοξη μπροστά στη ματαιότητα. Κι η ματάιότητα είναι άχρωμη. Όπως οι φωτογραφίες μου. Μα ζωντανή, για να υπάρχει και να την αποφεύγουμε. Σαν επωδός, η σιωπή σου έχει μείνει σαν ένα μεγάλο, μέσα στις φλέβες μου, καρφί.
Δ.Π.Β.