Μέρες σερνόταν στο πάτωμα
και τα φαντάσματα του κόσμου
ανήσυχα και αλαφιασμένα
ανέμεναν την νέα συντροφιά.
Άφραγκος τις στερνές του μέρες
λερός και αχτένιστος βάδιζε
μπροστά στην προκυμαία
μα από το μάτι του δεν έκλεβες το φώς.
Ήταν η μοίρα του να περιμένει τη σειρά του
τούτα τα χρόνια τα στεγνά
τα άδεια από ασημένιες κρήνες και νερά
βρώμικα κι’ αυτά και αδειανά.
Όταν νέος έτρεχε στα δάση
δωρίζοντας των αιώνων τη φωτιά
οι μάγισσες του είχαν τάξει
των απέραντων χρόνων φορεσιά.
Μα που τον ζήλεψε ανθρώπου μάτι
σιρόπι ύαινας, δέρμα από φίδι
με Κρόνου κάλεσμα
στη χαίτη του φύτεψε αχαριστίας μαχαιριά.
λουκία πλυτά
για να επισκεφτείς το blog της Λουκίας, πάτησε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου