Από τα βάθη της Χιλής και του Περού τα μέρη, στέλνω ανήλιαγα σήματα.
Οι σπηλιές είναι όλες δικές μου και ο ανθρωπισμός μου διψασμένος για αίμα.
Προχθές τα μούρα ήταν πολλά και έφταναν για όλους
σήμερα δεν βρήκα ούτε ένα.
Θύμωσα… Γεμίζω τη μέρα μου με γεγονότα… Δεν κρέμομαι ανάποδα. Αντιδρώ. Τρόμαξα τον Χοέλ τον αγρότη και το πούρο του έπεσε στο σανό και έπιασε μια μεγάλη, μεγάλη φωτιά και έκαψε τα πρόβατα. Ύστερα, στο χωριό έγινε σούσουρο και στον τόπο του εγκλήματος μεγάλο τραπέζι με τα ψημένα ζώα.
Ο Ροέμ θέλει τη Λουντρία και την θέλει στο ορυχείο, την ώρα που αυτή του πάει το φαγητό κι αυτός έχει στα μάτια του πυρίτιδα και ένα φυτίλι κάπου…
Ο Ράμπελ είναι δήμαρχος και έχει ψηλό καπέλο, όλοι υποκλίνονται όταν τον βλέπουν και γνωρίζει όλα τα μυστικά της σιδηροδρομικής γραμμής του χρυσού. Τα βράδια πίνει μόνος και φοράει τα ρούχα μιας γυναίκας που πέθανε μέσα του πριν ακόμα πάει σχολείο.
Ο ανθρωπισμός μου είναι διψασμένος για αίμα.
Χίλια-χίλια τα χιλιόμετρα πετώ και από τη Γη του Πυρός ως το ακρωτήρι της Μεράλ στην Τασμανία και όλος αυτός ο μόχθος και το ταξίδι το άσπλαχνο μόνο για ένα λεπτό να καθίσω στο πλάι σου, καταβεβλημένη της τύχης, ανήμπορη του αναπάντεχου έρωτα να γιορτάσουμε την ήττα της μέρας μέσα μας και μετά μοναδική και μόνη ανάμεσα σε εκατομμύρια όμοιές μου να συνεχίσω… ως ένα καινούργιο είδος…
Αυγή, 20/5/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου