Θυμάσαι εκείνον τον κύριο που μάζευε στάχυα στο διπλανό σπίτι στο χωριό; Ήταν η προσωποποίηση του φόβου μας να πάμε προς τα εκεί. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ, κάποιο παιδικό μυαλό τον επινόησε για να μας τρομοκρατήσει. Ο καθένας μας του είχε δώσει διαφορετικό πρόσωπο. Ο δικός μου ήταν ένας μεσήλικας αξύριστος με κουρελιασμένα ρούχα κι αραιά μαλλιά. Τα δόντια του με το ζόρι κρατιόντουσαν στο στόμα του και το βλέμμα του ήταν τόσο διαπεραστικό που αγόραζε την ψυχή σου. Ήμασταν μόλις 10 χρονών.
Σήμερα μένω σε ένα διαμέρισμα στον 8 όροφο με θέα την τσιμεντούπολη που έχω στα πόδια μου. Δεν φοβάμαι τους ένοικους του διπλανού διαμερίσματος γιατί απλούστατα δεν τους έχω δει ποτέ. Επίσης έχουμε κάμερα στο θυροτηλέφωνο και δεν μπορεί ο καθένας να μπει στο κτήριο. Έχω αντιμετωπίσει τους φόβους μου απαγορεύοντάς τους να εισβάλλουν στον χώρο μου. Το μόνο παράθυρο που δεν ασφαλίζει με κανέναν κωδικό και δεν κλείνει με κανέναν σύρτη είναι εκείνο πάνω από τον νιπτήρα, στο μπάνιο. Εκεί που πλένω με τα χέρια μου το πρόσωπό μου κάθε μέρα και βλέπω λερωμένη την ψυχή μου.
Από ετούτο το παράθυρο μπάζει ολότελα η ψυχή μου. Μπαίνουν οι μεγαλύτεροι τυφώνες καταστρέφοντάς την θωρακισμένη μου ψυχή. Όσο αναγνωρίζω την αντανάκλαση του προσώπου μου τόσο περισσότερο τα συντρίμμια μου σκορπάνε στο πάτωμα.
Κανένας δεν μπορεί να με μαζέψει όταν με νικάει ο εαυτός μου. Οι γείτονες δεν με γνωρίζουν και το σπίτι είναι κλεισμένο πολύ καλά για να μπορέσει κάποιος να το παραβιάσει. Όπως και αυτή η μαλακή άυλη ιδέα που λέγεται ψυχή, είναι τόσο καλά κλεισμένη που μια μέρα που βγήκα δεν κατάφερα να ξαναμπώ. Με κλείδωσε έξω ο εαυτός μου και τώρα το κορμί μου κατοικείται από κάποιον που δεν γνωρίζω και δεν μπορώ να τον δω. Είναι όλα κλειστά. Εκτός από ένα σημείο που ίσα τον προλαβαίνω κάθε φορά να τον κοιτάξω και φεύγει. Ένα ασημένιο τετράγωνο στο μπάνιο είναι η δική μου κλειδαρότρυπα και καμιά φορά, όταν πλησιάζει προς τα εκεί καταφέρνω να δω πως είναι γέρος, χωρίς μαλλιά, χωρίς δόντια, φοράει τα κουστούμια μου και το βλέμμα μου είναι τόσο διαπεραστικό που όταν με κοιτάζει λιποθυμά.
Ο φόβος είναι ένα τσιμπούρι στη ψυχή που κουβαλούν μόνο οι θαρραλέοι. Είναι η ανάγκη να ανταγωνιστεί κανείς το είδωλό του. Η ανασφάλεια πως ακόμα κι ο εαυτός του τον νικά. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, δεν έχει δει κανένας το πρόσωπό του. Δεν έχει πρόσωπο, έχει όμως την ικανότητα να παραμορφώνει τα δικά μας με μεγάλη επιτυχία.
Έχεις δει ποτέ τον εαυτό σου όταν φοβάται;
Δ.Π.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου