Δεν μπορώ να κοιμηθώ με αυτή τη ζέστη, δεν μπορώ να βολευτώ. Το σώμα μου εκπέμπει μία ανυπόφορη θερμότητα, σαν να έχω ξαπλώσει δίπλα σε φωτιά.
Θέλω να βγω στη βεράντα μήπως φυσάει λίγος αέρας, αλλά δεν του αρέσει να ξυπνάει και να μην με βρίσκει δίπλα του.
Μερικές φορές θέλω να του φωνάξω "Άσε με, δεν μπορώ, δεν μπορώ να αναπνεύσω". Αρχίζω να νευριάζω σαν να έχουμε τσακωθεί ήδη, όλοι οι τσακωμοί ξεκινούν στην φαντασία μου, οι σκέψεις στριφογυρίζουν με μανία στο κεφάλι μου, γίνονται βρισιές, προσβολές, λέξεις που δεν θα έπρεπε να ανταλλάσουν εραστές.
Πόνος ανάμεικτος με ερωτική έξαψη, ήταν μία συναρπαστική αίσθηση.
Όλη η ιστορία έτσι ξεκίνησε, μία ματιά και η ζωή μου άλλαξε πορεία.
Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει, έπαιζε το πιάνο, τα χέρια του στα πλήκτρα σαν να ήταν η μόνη ερωμένη που ήθελε να αγγίζει..
Όλα πάνω του ήταν ζεστά, το χέρι του, τα μάτια του, ήχος της φωνής του κανένα σημάδι του βίαιου ανθρώπου που θα κατέστρεφε την ζωή μου.
Έχω χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, λίγο ακόμα θα μου κόστιζε και τα λογικά μου.
Έχω κενά μνήμης γιατί το μυαλό μου προσπαθεί να με προστατέψει, έχει σβήσει τις πιο φρικτές εικόνες, που με αυτές δεν θα μπορούσε άνθρωπος να παραμείνει λογικός.
Θέλω ξανά να έχω την ευθύνη των πράξεων μου, τον έλεγχο της ζωής μου.
Υπήρχε μία περίοδος που μπορούσα να του αντισταθώ, δεν με είχε αποπλανήσει πλήρως η ζεστασιά της φωνής του, η τρυφερότητα στο βλέμμα του.
Μισώ τον εαυτό μου που κλαίω μπροστά του, Μισώ τον εαυτό μου που τον κοιτάζω και πιστεύω και πως δεν θα το κάνει ξανά.
Είναι ήρεμος, καθησυχαστικός, εκπέμπει μία ευγένεια που δεν έχουν πια οι άντρες. Δεν μπόρεσα να διακρίνω πίσω από την ευγένεια τον αδηφάγο λύκο.
Αφέθηκα στην γοητεία του και τον εμπιστεύθηκα, όπως τόσο συχνά κάνουμε εμείς οι γυναίκες και σχεδόν πάντοτε δίνουμε την εμπιστοσύνη μας στον λάθος άντρα.
Είδα πάλι εκείνο το όνειρο.
Κάθομαι στο πάτωμα του μπάνιου, κρατάω ένα τετράδιο. Ποτέ δεν μου άρεσε αυτό το «η ζωή είναι ένα βιβλίο», η δική μου ζωή είναι ένα τετράδιο, εγώ γράφω τις προτάσεις, με τα δικά μου αντικείμενα.
Το μπάνιο είναι σκοτείνο και μου αρέσει, μπάινει μέσα ο πατέρας μου, μου ανάβει το φως.. Δεν είναι ο πατέρας μου όμως, έχει το πρόσωπο του Αλέξη.
Το φως μου πονάει τα μάτια, του ουρλιάζω να το σβήσει.
Βγάινω τρέχοντας από το σπίτι, ώσπου καταλήγω στην παραλία.
Η ζέστη είναι αφόρητη, η θερμοκρασία διαρκώς ανεβαίνει.
Το δωμάτιο μοιάζει να βράζει, σαν να μην μπαίνει αέρας. Δεν αντέχω άλλο εδω μέσα, πρέπει να φύγω.
Δεν ξέρω τι νιώθω..Γαλήνη, τρόμο, σύγχυση και ενοχές, κυρίως ενοχές..Όχι, όχι δεν ισχύει, κυρίως λύτρωση, μόνο λύτρωση. Λύτρωση.
Από το παράθυρο ακούω ήχους της πολής, τα γέλια των παιδιών που ξέμειναν εδώ, την μουσική από κάποιο διπλανό διαμέρισμα, τους συνηθισμένους ήχους της φυσιολογικής ζωής. Αυτό θέλω και εγώ, μία φυσιολογική ζωή.
Γιώργος Τρίκερι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου