Στο μεγάλο τέλος, χωρίς να έχουν σταλθεί οι επείγουσες επιστολές λόγω δειλίας.
Χωρίς να έχουν απαγγελθεί στο αφτί μιας κατακεραυνωμένης αγάπης.
Χωρίς τίποτα.
Στο μεγάλο αυτό τέλος, το γραφείο μου θα μείνει μόνο του σαν ένα τίποτα
αιωρούμενο να κουβαλά στην ράχη την χιλιοακουμπισμένη, όλα εκείνα που γράφτηκαν σε ώρες δύσκολες. Δύσκολες, όχι για εμένα μα για κάτι καράβια που βούλιαζαν ενώ ταυτόχρονα ο νους μου ερωτοτροπούσε με τον πιο σπουδαίο άνθρωπο. Εξ άλλου είναι όλα εκεί γραμμένα.
Μεγάλωσα, κι ομολογώ πως αυτό δεν το περίμενα να γίνει.
Τώρα που πέθανα θα σωπάσει το δωμάτιο για κάμποσες μέρες.
Έπειτα θ΄αρχίσουν οι λέξεις να ξεκολλούν από τις σελίδες, να πετούν σαν νεαρές πεταλούδες ολόχρωμες (τις έβαφαν εν αγνοία μου οι αγάπες μου κρυφά όταν κοιμόμουν) χωρίς να βρίσκουν διέξοδο πουθενά, καθώς σαν πεθαμένος πώς να ανοίξω την πόρτα;
Με τον καιρό, με την φθορά. η χαραμάδα θα βρεθεί. Από εκεί θα βγούνε μία προς μία, χιλιάδες πεταλούδες.
Θα ζευγαρώσουν επάνω στα δέντρα και να ΄ρχεται το φθινόπωρο με τα πεσμένα φύλλα, να τα πατούν οι άνθρωποι, να έχουν στα παπούτσια τους λέξεις από αγάπη. Να την πατούν καλά-καλά χωρίς καν να το ξέρουν, κι έτσι να συγχωρούνται. Ειδάλλως ασυγχώρητοι πάντοτε πάντα είναι, που έχουν την αγάπη και εις γνώσιν την πατούν.
Katia Tornay
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου