Χτες το βράδυ, ήμασταν κι εμείς εκεί.
Φτάσαμε στην ώρα μας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο λίγα μόλις
μέτρα από το σπίτι της Μαρίας Κάλλας, στην ώρα μας είπα μεν, αλλά απ’ ότι φάνηκε
πολύ καθυστερημένοι δεδομένου ότι ο κόσμος απλωνόταν σ’ όλο τον προαύλιο χώρο μέχρι
το δρόμο και δεν έβλεπες καν την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που μας
περίμενε φωτισμένη λίγο πριν τα σκαλιά του Μουσείου.
Βρεθήκαμε με τη Σόνια λίγο πριν πέσει η μπαταρία του κινητού
της κι ευτυχώς γιατί δεν θα βρισκόμασταν ποτέ μέσα σ’όλη αυτή την κοσμοπλημμύρα.
Μείναμε άφωνοι από τη σύνθεση του κοινού.
Κυριολεκτικά ήρθαν όλοι.
Άνθρωποι ηλικιωμένοι που υποβαστάζονταν από κόρες, γιους η
εξίσου ηλικιωμένους συντρόφους.
Νέοι, σχεδόν έφηβοι, με σκουλαρίκια στη μύτη ή στα χείλη με
πεσμένα τζην και θεοβρώμικα αθλητικά, οικογένειες με τα μικρά τους παιδιά, ζευγάρια
απ’ τα Εξάρχεια με μαντίλια στα μαλλιά και ταγάρια περασμένα στους ώμους, κορίτσια
απ το Κολωνάκι με άψογο μανικιούρ και χρυσά ψηλοτάκουνα σανδάλια, αγόρια απ’
την Ομόνοια με ταλαιπωρημένα ποδήλατα ή και πεζοί με σακίδια στην πλάτη και δανεικό
τσιγάρο στο στόμα.
Κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς ούτε μια ίντσα διαθέσιμου
χώρου φαντάζαμε σαν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, μα όχι και τόσο διαφορετικό τελικά.
Το δέος μας για την όπερα, που μερικοί βεβαιώνω άκουγαν για
πρώτη φορά, φώτισε το δρόμο να ξαναθυμηθούμε το πιο απλό:
Η μουσική, η τέχνη,
μας μεταμορφώνει. Μας αλλάζει, μας εξημερώνει, μας διαμορφώνει. Μας βελτιώνει,
μας συσπειρώνει και γι αυτό, ακριβώς γι αυτό, είναι τόσο επικίνδυνη.
Σ’αυτό το χώρο κάτω από τους ήχους της Κάρμεν, της Τραβιάτας,
του Σικελινού Εσπερινού, πάνω σ’ αυτό το μικρό κομμάτι γης, μια τέτοια μυρωμένη
νύχτα σαν τη χτεσινή, το βιολί, το κοντραμπάσο, το πιάνο, η Φωνή, έκαναν τη δουλειά
τους ήσυχα και επίμονα.
Ορκίζομαι πως είδα έναν πιτσιρικά με ένα πράσινο φούτερ να σηκώνεται
πανικόβλητος απ’ τη θέση του όταν συνειδητοποίησε πως ένας παππούς στητός σαν
λαμπάδα στεκόταν δίπλα του κι έσφιγγε το μπαστούνι του με αξιοπρέπεια.
Σηκώθηκε και πρόσφερε την καρέκλα του με μια απολογητική κίνηση
κάτω από τα επιδοκιμαστικά βλέμματα της νεαρής παρέας του και εισέπραξε για αντάλλαγμα
ένα συγκινημένο νεύμα από ένα ολόλευκο κεφάλι.
Είδα την κυρία που μόλις είχε βγει απ το κομμωτήριο με την βραδινή
τουαλέτα να προσπαθεί να ισορροπήσει μάταια την τεράστια τσάντα της και μια κοπέλα μ’ένα
πολύχρωμο φουλάρι που καθόταν οκλαδόν πάνω στο ηχείο να της την παίρνει απ΄τα χέρια
και να την τοποθετεί προσεκτικά δίπλα της μ’ ένα συνωμοτικό κλείσιμο ματιού κι ένα
μισό χαμόγελο.
Είδα πως η κυρία εκείνη, της χάρισε ένα ολόκληρο.
Είδα σε κείνη την παρέα των ροκάδων με τις μαύρες μπλούζες
και τις νεκροκεφαλές, εκείνον τον πολυλογά
το χοντρούλη που οι φίλοι του τον φώναζαν Μήτσο με τα μάτια καρφωμένα στην σκηνή,
σιωπηλό για πρώτη φορά εκείνη τη βραδιά, να ρουφάει τα λόγια του μαέστρου Μύρωνα
Μιχαηλίδη:
«Η Μαντάμ Μπατεφλάι στο σπαραχτικό εκείνο μουσικό μέρος που τραγουδάει
για την ελπίδα.. μια ελπίδα που μένει αναπάντητη..»
Κι έπειτα η φωνή της Τσέλια Κοστέα..
κι έπειτα ο Μήτσος ο
πολυλογάς που είχε βουβαθεί κοίταξε τον ουρανό.
Έκλαψες Μήτσο?
Η Εθνική Λυρική Σκηνή, χτες, μας έκανε ένα πολύ μεγαλύτερο δώρο
απ’ ότι φανταζόταν.
Μας έκανε τέλειους για μια ώρα, χωρίς ανταμοιβή.
Δωρεάν.
Θα το ξανακάνει την Πέμπτη στις 26 Σεπτεμβρίου στις 6 το
απόγευμα στο ωραιότερο μέρος του κόσμου:
Το λιμάνι του Πειραιά.
Στην προβλήτα 9.
Να είστε εκεί.
Με τα παιδιά σας, τους γονείς σας, τους φίλους
σας, μόνοι.
Κυρίως οι μόνοι να είστε εκεί.
Κάτι έχουμε να μοιραστούμε.
Μια μουσική, μια ανάμνηση, ένα καράβι.
Δε θα φύγουμε οι ίδιοι.
Για τη Σόνια, την Έλλη, την Αλεξάνδρα, την Λωρινα, την Έφη, το
Μάνο, το Γιώργο, το Θάνο, το Δημήτρη και όλους όσους ήταν και δεν ήταν εκεί.
Jazzmine @ the Museum