«Ο μεγάλος Λεμπόφσκι», ( The big Lebowski ), 1998, των Τζόελ και Ίθαν Κοέν με τους: Τζεφ Μπρίτζες, Τζον Γκούντμαν, Στιβ Μπουσέμι, Τζούλιαν Μουρ.
Ένας άνεργος Χίπι που περνάει τη ζωή του καπνίζοντας χόρτο πίνοντας κοκτέιλ White Russian και παίζοντας μετά μανίας το παρωχημένο σπορ του μπόουλινγκ, συγχέεται από κάποιους κακοποιούς με ένα συνονόματό του εκατομμυριούχο, του οποίου η γυναίκα τους χρωστούσε χρήματα, μπλέκοντας έτσι σε μία περίπλοκη και χαοτική περιπέτεια.
Ο τίτλος, παραπέμπει άμεσα στην ταινία του Χάουαρντ Χοκς « Ο μεγάλος ύπνος », βασισμένη στο ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Το βιβλίο είναι μια κριτική πάνω στο αμερικάνικο όνειρο, καταγγέλλοντας τη διαφθορά και την υποκρισία της εύπορης και συντηρητικής αστικής τάξης, επιβεβαιώνοντας παράλληλα την ύπαρξη του καλού και του κακού, χωρίς ωστόσο να τα διαχωρίζει με μανιχαϊστικό τρόπο. Το φιλμ του Χοκς, ακολουθεί την κλασσική χολιγουντιανή δομή: ο ήρωας βρίσκει τον έρωτα, ενώ ο «κακός» τιμωρείται. Η ταινία των Κοέν διαφέρει όμως σε αυτό: διευρύνει κατά πολύ την κοινωνική αυτή κριτική, αναστρέφοντας όλες τις συνιστώσες του Φιλμ Νουάρ. Έτσι, οι ήρωες του «μεγάλου Λεμπόφσκι» αποτελούν τη διαστρεβλωμένη και γελοία αντανάκλαση αυτών του Τσάντλερ. Ο «Dude»- το παρατσούκλι του Λεμπόφσκι-, είναι ο ορισμός του απόλυτου αντιήρωα. Ήδη στην αρχή του φιλμ, ακούγεται η φωνή του αφηγητή να διευκρινίζει, « sometimes, there is a man- I wan’t say a hero-, cause what’s a hero?», προετοιμάζοντάς μας έτσι για τη διακωμώδηση του αμερικανικού ονείρου από τους σκηνοθέτες, σαν να θέλουν έτσι να μας πουν το πόσο η έννοια ήρωας, είναι υποκειμενική. Η παρέα που ακολουθεί το Ντουντ- εξαιρετικός ο μάλλον παραγνωρισμένος μεγάλος ηθοποιός Τζεφ Μπρίτζες- είναι εξίσου γκροτέσκα: ο Γουόλτερ ( Τζον Γκούντμαν), με τη εμφάνιση μιας επιθετικής αλλά αδέξιας αρκούδας, παλικαράς βετεράνος του Βιετνάμ και ο καχεκτικός και αξιοθρήνητος τρίτος της κομπανίας, ο Ντόνι που ενσαρκώνεται από το Στιβ Μπουσέμι, πέφτουν από τη μια γκάφα στην άλλη, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο την αναζήτηση του ήρωα. Άλλο ειρωνικό σχόλιο, ο φιλήσυχος κηφήνας Λεμπόφσκι, που γυρνάει με το μπουρνούζι και τις πλαστικές παντόφλες,( που ανήκουν στον ίδιο τον Μπρίτζες!) θέλει πάνω από όλα να αποζημιωθεί για το πέρσικο χαλί του που «έδινε μια αρμονία στο χώρο» και πάνω στο οποίο ούρησαν-μετά τον ξυλοδαρμό- οι κακοποιοί. Το διαμέρισμα της Μοντ, της κόρης του εκατομμυριούχου με τη διακόσμηση του στιλ Fluxus δίνει το στίγμα της ανατρεπτικότητας της ταινίας με την επιλογή του καλλιτεχνικού αυτού αβανγκαρντ κινήματος : αυτό αρνείται την έκθεση στα μουσεία, διακηρύσσοντας ότι η τέχνη δεν πρέπει να διαχωρίζεται από τη ζωή, ούτε ο καλλιτέχνης από το κοινό και όπως οι Ντανταϊστές, αντιτίθεται στην αστική τέχνη και τις συμβάσεις της, γιατί οι τέχνες πρέπει να αποθεώνουν την ίδια τη ζωή. Αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουν και οι δημιουργοί, με το να έρχονται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές του κινηματογράφου που εξιδανικεύει έναν ορισμένο τρόπο ζωής. Ο σύγχρονος μύθος κατά το Ρολάν Μπαρτ, « είναι ένας διεφθαρμένος λόγος που παρουσιάζει το τεχνητό σαν φυσικό, οδηγώντας έτσι το άτομο στο να πιστέψει στην αντικειμενικότητα μιας κίβδηλης αλήθειας». Κάτω από αυτή την οπτική, οι Κοέν επιτίθενται στις αξίες της επιτυχίας και του θριάμβου που πρεσβεύει το χολιγουντιανό σινεμά, κριτικάροντας τις ταινίες που συντηρούν την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι δυνατά για τους ελεύθερους πολίτες ενός πανίσχυρου έθνους. Ο Ντουντ και η παρέα του εκπροσωπούν όμως την αρνητική πλευρά της Αμερικής, την ανατροπή του μύθου, ο ήρωας είναι υποταγμένος στα γεγονότα που τον ξεπερνούν, οι πρωταγωνιστές δεν εξελίσσονται ψυχολογικά γιατί δεν φτάνουν στην επιτυχία, όπως δεν υπάρχει και η δραματουργική εξέλιξη: σύμφωνα με τις νόρμες του Χόλιγουντ, μια ταινία πρέπει να έχει μια δυνατή κατάληξη που δεν αφήνει καμιά ερώτηση αναπάντητη και κλείνει με ένα εντυπωσιακό φινάλε, δομή που απέχει πολύ από αυτήν του Μεγάλου Λεμπόφσκι. Αντί γι αυτό υπάρχει μια πλήρης αποδόμηση των δύο ειδών που δημιούργησαν τον παντοδύναμο ήρωα της βιομηχανίας του σινεμά, του Φιλμ Νουάρ και ακόμα του Γουέστερν. Το τελευταίο εμφανίζεται με την υποβλητική φωνή του αφηγητή με το κατάλληλο λεξιλόγιο και την προφορά, τη μουσική ( Tumbling Tumbleweeds ), τα γραφικά του Ζενερίκ, την επιλογή του ειδικευμένου στα Γουέστερν ηθοποιού Σαμ Έλιοτ. Όλα αυτά αποτελούν μια έμμεση αναφορά στο είδος που κατά τον κριτικό Αντρέ Μπαζέν « είναι επικό και όπως οι τραγωδίες, βασίζεται στο μύθο, αυτόν της γέννησης της Αμερικής, της εγκαθίδρυσης της δικαιοσύνης και του σεβασμού της». Ο κοινωνικοπολιτικός περίγυρος, αυτός της αμερικάνικης επέμβασης στο Ιράκ, δεν χρησιμεύει μόνο για να δέσει την ταινία με την πραγματικότητα της εποχής, αλλά μπορεί η επιλογή αυτή να ερμηνευθεί σαν μια κάποια κριτική του πολέμου αυτού, τη στιγμή που ο πατριωτισμός και ο φιλόνικος χαρακτήρας των Αμερικανών, συνδέονται άμεσα με τις αξίες της επιτυχίας, του θριάμβου και του ηρωισμού. Μια εύστοχη και ιδιοφυής ματιά πάνω σε αυτό που ο σύγχρονος φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ στο βιβλίο του «Αμερική» ονομάζει «πραγματωμένη Ουτοπία», εξηγώντας ότι η ειδυλλιακή πεποίθηση των Αμερικανών ότι είναι το κέντρο του κόσμου, η ύπατη δύναμη και το μοντέλο προς μίμηση, δεν είναι λανθασμένη: βασίζεται πάνω στο δεδομένο της Ουτοπίας που πήρε σάρκα, στην ιδέα ότι η χώρα αυτή, είναι η πραγμάτωση όλων αυτών που ονειρεύτηκαν οι υπόλοιποι- δικαιοσύνη, αφθονία αγαθών, δικαιώματα, ελευθερία. Αυτόν τον αντικατοπτρισμό είναι που καταγγέλλουν τα ταλαντούχα αδέλφια με την ταινία τους αυτή, αντιστρέφοντας και διακωμωδώντας τον καθαγιασμό του από το συμβατικό αμερικάνικο κινηματογράφο δίνοντάς μας έτσι ένα έργο που πέρασε με τον καιρό στην ιστορία της 7ης τέχνης με το χαρακτηρισμό του ποπ και του καλτ. Ο χαρακτήρας του Ντουντ βασίστηκε πάνω σε πραγματικά πρόσωπα, τον ακτιβιστή εναντίον του πολέμου Jeff Dowd και το φίλο των σκηνοθετών Pete Exline, και αυτός του Γουόλτερ, του Βετεράνου, στο σεναριογράφο των δύο πρώτων Dirty Harry, John Milius. Όσο για τη μουσική επένδυση, το σάουντρακ είναι απολαυστικό, με διασκευές από Ντίλαν, Κάπτεν Μπίφχαρτ ή Νίνα Σιμόν και εμφάνιση σε δεύτερο ρόλο- μεταξύ άλλων λαμπρών ηθοποιών όπως ο Τορτούρο και ο Σέιμουρ Χόφμαν- του ίδιου του μπασίστα των Red Hot Chili Peppers, του Flea.
Το γεγονός ότι αρκετό καιρό μετά την προβολή της άρχισε ένα κίνημα οπαδών που έχουν μέχρι και Φεστιβάλ στο Κεντάκι και η ίδρυση θρησκείας(!) αποκαλούμενης Dudeisme, άφησε μάλλον αδιάφορους τους Κοέν που όταν τους ζητήθηκε η γνώμη για το θέμα, απάντησαν ότι οι εκκεντρικοί φανς « δεν έχουν ούτε την ευλογία ούτε την κατάρα μας» και ίσως χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης που μάλλον δεν ενδείκνυται να επιχειρήσουμε εδώ. Μένει η απόλαυση μιας ταινίας που πέρα από τις καθιερωμένες αμερικάνικες κωμωδίες, καταφέρνει με το σουρεαλιστικό της χιούμορ και τις πετυχημένες ατάκες ( I am Lebowski, you are Lebowski),να επιτελέσει αυτό που είναι ίσως και ο πραγματικός προορισμός του είδους: να ερεθίσει μέσα από τη διασκέδαση το κριτικό μας πνεύμα και ακόμα να συμβάλει στην καλυτέρευσή μας.
Λίλη Παπασπυροπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου