Έμαθα ότι είχε έρθει την ίδια μέρα.
Με πήραν τηλέφωνο να μου δώσουν τα ονόματα, τυπική διαδικασία.
Θυμάμαι όταν άκουσα το δικό του, είπα:-
- “Μη μου δίνεις εξωτερικές πηγές, προς το παρόν θέλω μόνο επίθετα.”
- “Ναι, ναι αυτό σου δίνω, ο Α. θα ναι εδώ.”
Έπειτα είπε κάτι άλλο, δεν το συγκράτησα.
Το σοκ, το διαδέχτηκε μια ατόφια, ακατέργαστη χαρά.
(Και εδώ συνέβει ένα παράδοξο: Ήταν τόσο αυτόνομη εκείνη η χαρά, που τίποτα μα τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν δεν μπόρεσε να τη ματαιώσει, να την επισκιάσει.
Ναι, πράγματι κάτα κάποιο τρόπο έμεινε μετέωρη, κρεμασμένη, σα να μην ξέρει αν είχε λόγο να υπάρξει, αλλά όχι ανολοκλήρωτη, όχι, ήταν μια απίθανα εκτυφλωτική μέρα μέσα σε βδομάδες καταχνιάς και κανένας δεν θα μπορούσε να την καταργήσει. Ούτε καν αυτός. Ούτε καν εγώ.)
Δεν περνούσαν οι ώρες. Δεν έλεγε να βραδιάσει. Κόντρα σε κάθε ημερολόγιο μπορώ να διαβεβαιώσω ότι η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου ήταν εκείνη.
Κι έπειτα το τηλεφώνημα:
- “Ο κ. Α. μόλις πέρασε.”
Έκλεισα το τηλέφωνο. Το παράθυρο μου έχει την ωραιότερη θέα στη θάλασσα.
Είχε μια παράξενη ομορφιά ξέρεις, εγώ να κάθομαι ακίνητη μπροστά στον υπολογιστή και κείνος να είναι πέντε ορόφους πιο κάτω, αυτή η παύση, η μαγεία της ενδιάμεσης στιγμής.
Ο άδειος εκείνος χώρος μεταξύ της προσμονής και της επικείμενης πραγματικότητας.
Η στιγμή που όλα έχουν ίσες πιθανότητες να συμβούν.
Κατέβηκα. Μπροστά στο δρόμο είχε τόσο κόσμο που δεν τον είδα, το τηλέφωνο μου χτύπησε, κάτι σχετικά μ’ ένα τιμολόγιο, μ’ άρπαξε απ’ το χέρι, γύρισα και ήταν εκεί.
Συγνώμη που δεν μπορώ ν’ αποφύγω το Άρλεκιν της υπόθεσης, μα χαιρόταν σα μικρό παιδί, γελούσε, ήξερε πόσο τον περίμενα, το ότι ήταν κάλπικη δεν την κάνει λιγότερο αξέχαστη στιγμή.
Μα δεν ήταν το καλοκαίρι.
Δεν ξέρω τι έλειπε, ήταν ομορφότερος, έχει πάντα αυτή την κατεργάρικη γοητεία ακόμα κ απ’ το τηλέφωνο, δεν ξέρω τι έφταιγε,
ίσως δεν ήταν αυτός που έφυγε, έτσι απλά.
Ας μην έχουν όλα τα πράγματα γιατί. Χωρίς γιατί.
Είπαμε λίγα, η βραδιά συνεχίστηκε στους συνήθεις ρυθμούς, δουλειά και κλεφτά τσιγάρα μεταξύ των διαλειμμάτων.
Φύγαμε μαζί, μια σύντομη διαδρομή, ένα ανιχνευτικό αταίριαστο σμίξιμο, τον έψαχνα, δεν ήταν εδώ.
Δεν είχε έρθει, τελικά.
Είπαμε, αύριο. Δε φάνηκε.
Μου πέρασε απ’ το μυαλό να του κάνω μια “έκπληξη” απ’ το ξενοδοχείο Ακροπόλ, μα θυμήθηκα το δισταγμό του στο ταξί και δεν πήγα. Δεν μου πήγαινε να τον ντροπιάσω.
Το επόμενο βράδυ, αργά, σ’ένα μπαράκι στη Βουκουρεστίου με την Σ. πάνω από μισοάδεια ποτήρια Gin-tonic και Haig με χτύπησε η βεβαιότητα πως δε θα τον ξαναδώ.
Με ξάφνιασε περισσότερο το ότι δεν ξαφνιάστηκα.
Πολύ λίγα πράγματα έρχονται ξαφνικά, τα πιο πολλά τα διακρίνουμε, τα νιώθουμε, αναγνωρίζουμε τον ελιγμό, τη λάθος νότα, το φάλτσο.
Τον άκουγα, δεν έχει νόημα πια τι άκουγα, τον άκουγα όμως, κ έτσι εκείνη τη νύχτα, που κόντρα σε κάθε ημερολόγιο μπορώ να διαβεβαιώσω ότι ήταν η μεγαλύτερη του χρόνου, τον άφησα να φύγει.
Ίσως ακουστεί παράλογο να επιτρέψεις σε κάποιον να φύγει, ενώ το έχει ήδη κάνει, μα όποιος έχει έστω και μια φορά σταθεί έξω απ’την αίθουσα αναχωρήσεων, ξέρει καλά πως δεν είναι. Κανείς δεν είναι μόνος του σ’ αυτές τις ιστορίες ή στις άλλες και ακόμα και το “αντίο” χρειάζεται ένα είδος συναίνεσης, ακόμα και σιωπηρής. Την είχε.
Ναι φυσικά ξύπνησα την άλλη μέρα, ημιμεθυσμένη ακόμα, με την ευχή να πέσει το αεροπλάνο του, μετά θυμήθηκα ότι δεν παίρνει αεροπλάνο και ευχήθηκα να εκτροχιαστεί το τρένο του, στην απίθανη περίπτωση που είχα αργήσει και είχε ήδη φτάσει, να τρακάρει το ταξί του, να τον πατήσει διερχόμενη νταλίκα κτλ. κτλ.
Ναι φυσικά μου κόστισε, περισσότερο τις επόμενες μέρες, μα γαμώ τη συγκλονιστική εμβέλεια της κατανόησης, δεν μπορώ να του θυμώσω, επειδή τον καταλαβαίνω. Aκόμα κι αυτόν τον απατεωνίσκο, τον καταλαβαίνω.
Καταλαβαίνω πως είναι να μη μπορείς να υποστηρίξεις όλα όσα έχεις πει, πόσο ανάγκη έχεις παρόλα αυτά να τα πεις, να τα πιστέψεις πρώτα εσύ (το να τα πιστέψει κι ο άλλος είναι κάπως δευτερεύον) να τα ζήσεις με όποιο τρόπο μπορείς και το καταλαβαίνω και το ξέρω και το έχω κάνει στο παρελθόν και δεν πρόκειται να κάνω την αθώα ενζενί τώρα που συνέβει και σε μένα.
Πήρα όσα πήρε και κείνος, δεν αποκλείεται και περισσότερα, σε ζοφερούς καιρούς που το καθετί παίρνει μυστήριες αποχρώσεις και είναι καιρός να επιλέξουμε παλέτα.
Δυστυχώς εξάντλησα το Άρλεκιν παραπάνω και δεν μπορώ να υπογράψω μ’ ένα βουρκωμένο “αντίο”. Έχω να πω ένα άλλο αντίο σύντομα, που θα ναι όλο δικό μου και που μου ορίζει το μέτρο σχετικά με τα αντίο γενικώς.
Τώρα ξέρω πως δεν ήταν έρωτας, μέχρι τότε απλώς δεν ήξερα αν είχε πιθανότητες να γίνει. Έχω την πεποίθηση ότι οι έρωτες είναι σαν και κείνο το ζωηρό πράσινο χορτάρι που ξεφυτρώνει ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων, στους τοίχους, μέσα στην τσιμεντούπολη, χωρίς νερό, συχνά χωρίς φως. Ανθίζουν κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, κόντρα στη φυσική, σε στενά περιθώρια.
Αν ήταν έρωτας..
μα δε θα ταν με κείνον.
Ψάχνοντας να βρω επίλογο να κλείσω, συνειδητοποιώ για πολλοστή φορά τη δύναμη που ασκεί πάνω σε μια ιστορία η αποτύπωσή της στο χαρτί.
Και με κάνει να σκέφτομαι αυτό που είπες προχτές φίλε μου Γ. σχετικά με το πόσο καλοί κολυμβητές είμαστε κ πως όσο μακριά και να πάμε ξέρουμε ότι είμαστε ικανοί να γυρίσουμε με ασφάλεια στην ακτή.
Αναρωτιέμαι αν αυτό συμβαίνει επειδή γράφουμε.
Επειδή μπορούμε να το ξορκίσουμε, να το βάλουμε απέναντι και να το αποδομήσουμε λέξη λέξη με τον ίδιο τρόπο που το χτίσαμε.
Χωρίς επίλογο.
Jazzmine @ Π. Φάληρο ξημέρωμα Δευτέρας 7.11.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου