Κορίτσια βαμμένα ελαφρά περπατάνε στα πεζοδρόμια της Αθήνας. Κορίτσια καθαρά και φροντισμένα με τρόπους όχι επιδεικτικούς κάθονται στα βαγόνια και κοιτούν έξω από τα παράθυρα. Κορίτσια νέα και όμορφα, συνετά πλάσματα. Κορίτσια με φλεβίτσες στα πόδια έντονες, που χτυπάνε ρυθμούς κάτω από τα λευκά δέρματα.
Κοπέλες νέες στα καθίσματα του τρένου. Παίρνουν το τρένο στις δώδεκα το μεσημέρι. Τα πρωινά κάνουν ότι προλάβουν από τα δικά τους. Τα κορίτσια αυτά ακούνε μουσική και είναι λίγο σοβαρά και άλλες φορές σκυθρωπά. Άλλα διαβάζουν μηνύματα στα κινητά… να πιάσουν λίγο την κανονική ζωή και να θυμούνται πως είναι αργότερο αυτό και εκείνο. Kάποια από εκείνα μιλούν ψιθυριστά στα ακουστικά και πίνουν πικρούς φραπέδες από πλαστικά ποτήρια και οι κυρίες δίπλα τις κοιτούν με σηκωμένο φρύδι και προσεκτικά και αυτά τα «μην με λερώσετε με τους καφέδες σας, δεσποινίς!». Μετά ασφυξία… και ζύμωση, όμως.
Δε γεννήθηκαν για να αλλάξουν τον κόσμο. Από κάποια ανασφάλεια ή από την μητρική προστασία τη σκανδαλώδη, θα μείνουν λιμνάζουσες. Τουλάχιστον, όχι μόνο κόρες. Κάτι ζουν, ανασαίνουν, περιεργάζονται. Καμία παρότρυνση βέβαια, καμία ενθάρρυνση από πουθενά. Και λίγο κουρασμένες τα κυριακάτικα απογεύματα ακολουθούν τις συνήθειες των άλλων.
Κορίτσια που δε θα πάνε ταξίδια. Κορίτσια που έχουν φιλότιμο. Κορίτσια που τους έμαθαν πως ο έρωτας είναι παντοτινός. Κορίτσια με ευαισθησίες.
Κορίτσια που αργότερα θα γίνουν θλιμμένες μάνες, που τα παιδιά τους θα ξεριζώνουν τα μαλλιά τους από την έλλειψή τους και θα μπήγουν τα καρφιά πιο βαθειά για λίγη προσοχή και αγκαλιά. Μα εκείνες θα δουλεύουν για να πλάσουν. Αλλά αυτά τα νήπια δε θα καταλαβαίνουν από ωράρια, γιατί η αγάπη δεν έχει ωράριο.
Κορίτσια που θα έχουν κορνίζες στις κουζίνες από χαρούμενες σκηνές. Τα καδράκια θα είναι κρεμασμένα σε ένα μικρό λεπτό καρφάκι. Αιωρούμενο πορτρέτο στο τούβλο καρφωμένο να βάλλεται εύκολα από τις αναπάντεχες ριπές αέρα του φωταγωγού. Η φωτογραφία θα είναι τετράγωνη και λίγο φλουταρισμένη. Το καδράκι θα είναι οβάλ. (Τι απροσεξία! Τι τσαπατσουλιά!) Γυαλί δε θα υπάρχει να ασφαλίσει τη στιγμή εκείνη της φωτογραφίας. Τα γέλια θα πιτσιλίζονται από τις αχνιστές σάλτσες και τα αυγοκομμένα ζουμιά. Που και που, όταν θα έχουν χρόνο… άμα βρίσκουν, ίσως της ρίχνουν και ένα πέρασμα με το βρώμικο το πανί, το κουρέλι από την παλιά τριμμένη φανέλα του μπαμπά τους. Θα την κοιτούν τα πρωινά και μια μικρή σπιθίτσα θα ξεπετάγεται από την τελευταία βλεφαρίδα τους.
Τα κορίτσια αυτά έχουν κουρασμένα μάτια, μα αυτό δείχνει φρονιμάδα. Έχουν περίφημους λαιμούς και λεπτεπίλεπτες λευκές μπουκίτσες για άκρες δαχτύλων.
Α… θυμήθηκα τώρα πως αυτά τα κορίτσια δε μπορείς να τα βρεις όσο και να τα ψάξεις τα απογεύματα, μα ούτε και τα Σάββατα τα πρωινά. Και αν θες να τα κάνεις παρέα και να τα καταλάβεις, θα πρέπει να θυμάσαι πως έχουν δικές τους λέξεις και βάζουν σταυροπόδι τα γέλια τους. Λίγα ζητούν και πιο λίγα ορέγονται. Τρώνε δέκα πράγματα μονομιάς και αυτό έχει μια επίμονη γοητεία.
Κάποια από αυτά κλαίγουν. Δεν είναι κάθε μέρα Δευτέρα να ξεχάσεις το μικρό σου το παιδί που κρατάς από το μικρό το δαχτυλάκι και σου θυμίζει τη νοσταλγία, τη μελαγχολία και το παιδικό το χάζεμα.
Άλλα γελούν, αλλά δε ξέρω γιατί. Μάλλον επειδή είναι έξοχα κορίτσια, αλλά κανείς δε βρέθηκε να τους το πει.
Αυτά τα κορίτσια με τα καστανά μαλλιά, που έχουν και κόκκινες τούφες και λίγο πασπαλισμένη σκόνη στραφταλίζει κάπου αθέατα από τους πολλούς, δεν ήταν άτυχα. Μην το βλέπετε έτσι. Αλλά δε θα σας αφήσουν να το δείτε έτσι και αλλιώς. Αλλιώς είναι αυτά τα κορίτσια.
Εγώ χαίρομαι που υπάρχουν.
Βέρα J. Φραντζή
για να επισκεφτείς το blog της Βέρας πάτησε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου