Το μαγαζί που διάλεξε να την περιμένει ήταν πάνω
στον παραλιακό δρόμο, σερβιρισμένο απέναντι απ΄ τη θάλασσα, μια θάλασσα απατηλά
ήσυχη, ετερόφωτα ζωγραφισμένη απ’ τα χρώματα ενός μπερδεμένου απομεσήμερου.
Η πάλι ο μπερδεμένος μπορεί να ήταν αυτός.
Είχε έρθει νωρίς, πολύ νωρίς στο ραντεβού.
Να έχει χρόνο.
Να σχεδιάσει.
Να βρει ελεύθερο το τραπέζι.
Να βρει ελεύθερο το τραπέζι.
Εκείνο που είναι λίγο λοξά προς τη τζαμαρία σα να
τους περίσσευε και να μην ήξεραν που να το χωρέσουν, σα να το τοποθέτησαν εκεί
προσωρινά, ένα τραπέζι παράταιρο σαν και κείνον.
Ένα τραπέζι ξύλινο, καρφωμένο στο πάτωμα σαν
καραβίσιο, γερό, ικανό να αντέξει το βάρος όσων θα χρειαζόταν να ειπωθούν.
Καμιά φορά μερικές λεπτομέρειες μπορεί να σου
σώσουν τη ζωή.
Η το κουστούμι.
Πράγμα εξίσου σημαντικό.
Σε δυο ώρες και σαραντατέσσερα λεπτά παντρευόταν
στην εκκλησία του Αγίου Σωσιπάτρου
εκείνου του αγίου που δεν γνωρίζει κανείς την ύπαρξη του ούτε καν την εκκλησία,
παρόλο που είναι σχεδόν έξι στενά απ’ το σημείο που κάθεται τώρα ή 1002 βήματα
αν περπατούσε με το ρυθμό του, 863 αν έτρεχε σαν δαιμονισμένος με αλματώδης
διασκελισμούς. Ίσως και λιγότερα αν έπιανε την ανηφόρα απ’ την αρχή, αν και δεν
το χε δοκιμάσει.
Δεν θα προλάβαινε ν’ αλλάξει.
Το κουστούμι έπρεπε να βγει αλώβητο.
to be continued...
Jazzmine in a pot.