|
photo by Dimitra Pappa |
δυσβάσταχτη η ομορφιά σου
σαν σύννεφο
σαν πόλεμος
σαν ατέλειωτος δρόμος
Γιάννης Λιάτσικας
Απρίλιος 1985
τα δύο χιλιόμετρα πριν τις Πινακάτες
εκείνο το Πάσχα στο Πήλιο. Σταμάτησα το αυτοκίνητο να απολαύσουμε τη θέα. Όλος
ο Παγασητικός δικός μας. Ανακαλύψαμε τυχαία τη στρογγυλή λιμνούλα. Πετάξαμε τα
ρούχα μας και βουτήξαμε. Υποκρινόμουν τον Κρίστοφερ Άτκινς στη γαλάζια λίμνη.
"Μπρουκ, σ'αγαπώ. Σ'αγαπώ τώρα και θα σ'αγαπώ για πάντα." Εσύ με
κορόιδευες. Κορόιδευα κι εγώ τις ρώγες σου που είχαν διαφορετική περίμετρο. Σε
σήκωσα στα χέρια μου σαν τον Σουέϊζι στο Dirty Dancing . Σου τραγούδησα We had the time of our lives. Πάλι με κορόιδευες αλλά κόλλησες το γυμνό σώμα σου πάνω μου. Τα
νύχια σου στο σβέρκο μου σα να μην ήθελες να τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή. Ούτε
κι εγώ το ήθελα.
Χούφτωσα τους γλουτούς σου και σε σήκωσα
μέχρι που το πέος μου ευθυγραμμίστηκε με την ηβική σου χώρα. τυλίχτηκες γύρω
μου και γλίστρησα μέσα σου. Έβγαλες μια κραυγή που δε μπορούσα να καταλάβω αν
ήταν πόνος ή ηδονή. Ή και τα δύο μαζί. Μου δάγκωσες το αυτί για εκδίκηση. Είμαι
σκληρός και δεν σηκώνω πολλά πολλά. Έμπηξα τα νύχια μου στον ένα γλουτό και με
το άλλο χέρι τράβηξα τα μαλλιά μέχρι που το ουρλιαχτό σου αντήχησε στο δάσος.
Τα πουλιά στα δέντρα σταμάτησαν να κελαηδούν σαν να αντιλήφθηκαν την αιμοσταγή
διάθεση μας ή σαν να ζήλεψαν το πάθος μας. Σιωπηλά έμειναν να παρακολουθούν την
ερωτική μας μάχη. Σαν δύο υδρόβια αγρίμια συνεχίσαμε να παλεύουμε,
πλατσουρίζοντας στα αβαθή νερά της λίμνης. Νύχια έσκιζαν σάρκες. Δόντια,
γλώσσες, δάχτυλα ακούραστοι χορευτές σε ένα ερωτικό ανεμοστρόβιλο. Κάποια
στιγμή κατέληξες μπρούμυτα στο λευκό βράχο κι εγώ από πάνω σου σαν αρκούδα που
θέλει να κατασπαράξει το ακινητοποιημένο θύμα της αλλά δεν έχει πια το
κουράγιο.
Τα πουλιά αφού κατάλαβαν ότι δε θα
υπήρχαν θύματα σε αυτή την τρελή μάχη ξανάρχισαν το αμέριμνο τραγούδι τους.
- Θα σ΄αγαπώ για πάντα, Μπρουκ.
- Δεν είμαι σίγουρη ότι θα αντέξω τόση
αγάπη.
Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι πνευματώδες
αλλά δε μου ήρθε τίποτα. Συνέχισα να
χαϊδεύω την πλάτη σου με τη μύτη μου. Την πλάτη που λάτρευα σα να ήταν
κάποιος ιερός τόπος, μια μικρή γη της επαγγελίας.
- Πεινάω.
- Είσαι τόσο πεζή.
- Είμαι τόσο πεινασμένη.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται πίσω
απ'τα ψηλά δέντρα.
- Ντύσου, δεσποσύνη μου. Σε είκοσι λεπτά
θα βρισκόμαστε στην Αγία Κυριακή και θα γέυεσαι τις παγκοσμίου φήμης
τρικεριώτικες σαρδέλες.
Η ζωή είναι ένα δέντρο φορτωμένο με
ειρωνικά φρούτα. Οι τελευταίες κουβέντες που σου είπα ήταν ψέμματα και μετά σε
σκότωσα.
συνεχίζεται ...
Γιώργος Τρίκερι.