Κράτησες τους τύπους για χρόνια
φυσούσα τον καπνό του τσιγάρου μου καταμεσής του κόσμου σου.
Έμενες ακίνητος, αμετάβλητος στην πρόκληση.
Φερόσουν στέρεα, εγώ μάνιαζα. Πάντα θα μανιάζω.
Ήμουν, ξέρεις, τόσο ευπαθής, τόσο εγωκεντρικά ευάλωτη
και κάπου εκεί, την ώρα που περνούσαν οι άλλοι άνθρωποι
έγειρα στο λαιμό σου.
Ήσουν σωστός στις γωνίες και στα γινόμενα
όμως ευτυχής
ας έκρυβες το αδύναμο βλέμμα
στο σχήμα ενός θηρίου που αντέχει το κλουβί
Το βράδυ έφερε μαζί του τα όχι μου και κανένα ναι.
Θύμωνες στην κακία μου μα τη γυναίκα, αχ εμένα, συνέχιζες...
Κρατήθηκα στην ξηρά.
Επέζησες στο νερό.
Ώσπου εκείνη την απρόσμενη στιγμή
σχεδόν τυχαία
οι ήχοι της Ρώμης αποτραβήχτηκαν
και όπως κοιταχτήκαμε στα μάτια
είχαμε αποτύχει σιωπηλά κι αθόρυβα
σαν το μεγάλο ποτάμι
σαν όλους τους βαθιά ερωτευμένους από πάντα.
Αυγή Βυθούλκα, 1/4/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου