David Martiashvili |
μετά από δέκα μέρες
δεν άντεξα άλλο
ήρθα στο χωριό σου
να σε βρω
πήρα τους δρόμους και φώναζα το όνομα σου
κανείς δεν μου είπε κουβέντα
σκοτεινά πρόσωπα
με κοιτούσαν πίσω από χειροκέντητες κουρτίνες
μόνο ο μουγκός μου πρόσφερε ένα ποτήρι νερό
τον ρώτησα το όνομα του
έβγαλε μια κασετίνα τσιγάρα
από αυτά που νόμιζα
ότι δεν κυκλοφορούν πια
και ένα κόκκινο μολύβι
με γόμα από πίσω
αναστασισ
έγραψε και μου το έδειξε
γεια σου ρε Τάσο
μου έδειξε ξανά το πακέτο
εντάξει Αναστάση
ξέρεις που μένει η Βαγγελίτσα η ξανθιά?
έτσι σε ξέρουν εδώ
Βάλια έγινες στην Αθήνα
άνοιξε το πακέτο
πάρε φίλε ένα
θα σε πικράνει αλλά αυτό δεν θα σε εγκαταλείψει
δεν θα γυρίσεις μια μέρα να βρεις το σπίτι αδειανό
χωρίς καμιά εξήγηση
είναι έντιμο αυτό το δηλητήριο.
αυτά τα λόγια διάβασα στο βλέμμα του Αναστάση
καθώς έπιασε να βρέχει.
Γιώργος Τρίκερι
α ρε Γιωργο ομορφα που γραφεις
ΑπάντησηΔιαγραφή