Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

λόγια που δεν σου είπα πέρυσι

Matthieu Bourel

είναι απλό να αγαπάς μια γυναίκα
να είναι η φωνή της η μουσική σου
να είναι τα μάτια της 
οι θάλασσες που θέλεις να ταξιδέψεις
τα χείλη της τα φρούτα που ποθείς
μόνο στο κορμί της να ξεκουράζονται τα χέρια σου
να θέλεις να σμιλεύσεις
τα όνειρα μιας ζωής 
στον ουρανό που μοιράζεστε
με μια λέξη της
παραμύθι να γίνονται
του κόσμου οι αλήθειες
είναι όμορφο να αγαπάς μια γυναίκα
θέλω να σαγαπάω.

Γιώργος Τρίκερι


Τρίτη 8 Απριλίου 2014

πως έπαθα πνευμονία

David Martiashvili 

μετά από δέκα μέρες
δεν άντεξα άλλο 
ήρθα στο χωριό σου
να σε βρω
πήρα τους δρόμους και φώναζα το όνομα σου
κανείς δεν μου είπε κουβέντα
σκοτεινά πρόσωπα 
με κοιτούσαν πίσω από χειροκέντητες κουρτίνες
μόνο ο μουγκός μου πρόσφερε ένα ποτήρι νερό
τον ρώτησα το όνομα του
έβγαλε μια κασετίνα τσιγάρα
από αυτά που νόμιζα 
ότι δεν κυκλοφορούν πια 
και ένα κόκκινο μολύβι 
με γόμα από πίσω
αναστασισ
έγραψε και μου το έδειξε
γεια σου ρε Τάσο
μου έδειξε ξανά το πακέτο
εντάξει Αναστάση 
ξέρεις που μένει η Βαγγελίτσα η ξανθιά?
έτσι σε ξέρουν εδώ
Βάλια έγινες στην Αθήνα
άνοιξε το πακέτο 
πάρε φίλε ένα
θα σε πικράνει αλλά αυτό δεν θα σε εγκαταλείψει
δεν θα γυρίσεις μια μέρα να βρεις το σπίτι αδειανό
χωρίς καμιά εξήγηση
είναι έντιμο αυτό το δηλητήριο.
αυτά τα λόγια διάβασα στο βλέμμα του Αναστάση
καθώς έπιασε να βρέχει.

Γιώργος Τρίκερι












Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Πανελλήνιος Μαθητικός Διαγωνισμός για τους Πρόσφυγες 2014: «Θα πω την ιστορία σου»


Το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και την Επιτροπή Ευαισθητοποίησης των Νέων  διοργανώνουν τον 19ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Μαθητικής Δημιουργίας με θέμα τους Πρόσφυγες, έναν θεσμό που κλείνει φέτος τα 20 χρόνια ζωής.

Κεντρικό θέμα του φετινού Διαγωνισμού είναι η προβολή της ανθρώπινης ιστορίας που κρύβεται πίσω από τα εκατομμύρια πρόσφυγες που, στο πρόσφατο ή το μακρινό παρελθόν, αναγκάστηκαν, λόγω πολέμου ή διώξεων, να αλλάξουν τη ζωή τους από τη μία στιγμή στην άλλη. Το θέμα έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς το 2014 θα είναι ίσως η χρονιά με τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην ιστορία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. 

Στο Διαγωνισμό καλούνται να συμμετάσχουν μαθητές και μαθήτριες της Ε’ και ΣΤ’ Τάξης Δημοτικού με ζωγραφική και έκθεση αντίστοιχα και με αφίσα-κολάζ, καθώς και μαθητές της Γ’ Τάξης Γυμνασίου και της Α’ Τάξης Λυκείου με γραπτό κείμενο, οπτικοακουστικό μήνυμα-βίντεο , ή photo story. Επίσης, στο Διαγωνισμό μπορούν να λάβουν μέρος και ασυνόδευτα παιδιά πρόσφυγες που διαμένουν σε κέντρα φιλοξενίας. Οι μαθητές μπορούν ήδη να αποστέλλουν τις συμμετοχές τους στις Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης μέχρι και τις 16 Μαΐου.

για περισσότερες πληροφορίες πάτησε εδώ.

Γυναίκες που θαύμασα

γράφει η Βέρα J. Φραντζή  











Η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου, δεν είχε πολλές ιστορίες να μου πει ή δεν ήθελε ή δεν πρόλαβε. Είχε κάτι άλλο, όμως, εκείνη η γυναίκα στα δικά μου τα μάτια. 
Ήταν δώδεκα χρόνια μεγαλύτερη από τον παππού μου. Τα αδέρφια της γιαγιάς μου νόμιζαν ότι θα μείνει γεροντοκόρη. Είχε φτάσει ήδη στα 32 και δεν είχε παντρευτεί. 
Κοκέτα ήταν. Στολιζόταν κάθε μέρα. Στολιζόταν μέχρι και την τελευταία μέρα που πέθανε. Είχε ξανθά σπαστά ανάστατα μαλλιά και έβαφε τα χείλη της κόκκινα. Το νωπό πρόσωπό της ασπριδερά το ταμπονάριζε με την πούδρα της Τalika. Έβαζε στα αριστερά στη χωρίστρα της ένα μεταλλικό τσιμπιδάκι σχεδόν βίαια και το κρανίο της γυάλιζε στο φως σε εκείνο το σημείο από τη ρωγμή που είχε δημιουργήσει. Φορούσε καπελάκια μικρά και τσόχινα. Τα φορέματά της έδεναν στη μέση με μια μικρή ζώνη από το ίδιο ύφασμα που ήταν όλο του ραμμένο το ρούχο της. Ήταν ψηλή για την εποχή της και είχε μια συνήθεια να λιώνει αργά καραμέλες στο στόμα της.

Ένα απόγευμα, λοιπόν, καθόταν στο μπαλκόνι στο πατρικό της σπίτι στην Καστέλα, όταν ο παππούς πέρασε περιπολία από το σοκάκι εκείνο και την είδε. Την αντίκρισε ακριβώς έτσι... με την λευκή της επιδερμίδα, τα λεπτά κόκκινα χείλη της και τα κοντά σπαστά μαλλιά της. Την ερωτεύτηκε όπως την είδε και όπως θα ήταν από τότε και στο εξής. Για τις επόμενες πέντε μέρες πάνω- κάτω το όργωνε το στενό. Ώσπου, το αποφάσισε, μπήκε μέσα και τη ζήτησε από το ναυτικό αδερφό της. Και έτσι την πήρε με όλα τα προικιά της και τη γυναικεία φιλαρέσκειά της. Αυτά τα λέει ο μπαμπάς μου.

Η γιαγιά μου η Ι., όταν εγώ ήμουν τεσσάρων, τα είχε ψιλοχάσει και δε ξέρω αν ότι μου έλεγε ήταν αποκύημα της μπερδεμένης εικόνας που είχε για το παρελθόν, το παρόν και την αληθινή πραγματικότητα. Όμως, μου έλεγε πως η γυναίκα πρέπει να καλλωπίζεται κάθε μέρα και ποτέ να μην επιτρέψει στον εαυτό της να τη δει ο άντρας της άσχημη και απεριποίητη. Αυτό σίγουρα δεν ήταν ψέμα ή φαντασία.  Όταν πηγαίναμε  να την επισκεφτούμε, πήγαινα στο δωμάτιο της και περιεργαζόμουν πράγματά της. Τα καλλυντικά της από αριστερά προς τα δεξιά ήταν παρατεταγμένα πάντα στην ίδια θέση. Το κόκκινο κραγιόν, σκληρό και ξυλώδες... η πούδρα, που ευωδίαζε σαν νεογέννητο βρέφος που μόλις έχει ξυπνήσει από ύπνο μεσημεριανό... το μαύρο μολύβι. Δίπλα το άρωμα με νότες τριαντάφυλλου και πατσουλί. Έβρισκα ευκαιρία εκεί και μπογιατιζόμουν. Έμπηγα το νύχι μου στο κόκκινο κραγιόν και έτριβα το κομμάτι του υλικού στα μάγουλά μου, σάλιωνα το μαξιλαράκι της πούδρας και έκανα ελιά πάνω στο βλέφαρό μου με το μολύβι. Εεε.. μετά έκανα τη σταρ μπροστά στον καθρέπτη. Λίγο πολύ ότι κάνουν όλα τα μικρά άτακτα κορίτσια σε αυτή τη γη. Αλλά η γιαγιά δεν είχε αποκτήσει κόρη και δεν ήξερε πως είναι να έχεις μια και εκνευριζόταν μαλακά με όλα αυτά τα καμώματά μου και την άκουγα από το σαλόνι να φωνάζει με φωνή αργή: «Γιάννηηηη... αυτόοοο το παιδί!». 

Την γιαγιά την Ι. δεν τη γνώρισα πολύ καλά. Πέθανε αρκετά νωρίς. Είμαι βέβαιη, όμως, πως από αυτή πήρα την αγάπη για τη φροντίδα της γυναικείας μου φύσης. Πήρα και ένα μικρό καθρεφτάκι- κειμήλιο και ένα χρυσό δαχτυλίδι. Αλλά δεν μου τη θυμίζουν τίποτα από όλα αυτά, παρά μόνο η μυρωδιά της πούδρας.

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Ξέρεις από φόβο;

David Uzochukwu

Ξέρεις από φόβο;
Όχι τον φόβο του σκοταδιού, όταν πας να κοιμηθείς.
Όχι αυτόν.
Τον φόβο που από βαθιά ξεκινάει
και καταλήγει στο άσπρο των ματιών.
Όχι στην κόρη. Στο άσπρο.
Και το κοκκινίζει.
Αυτές οι κόκκινες γραμμές στα μάτια.
Αυτές είναι ο φόβος.
Αυτό που σε ξυπνάει τις άγριες νύχτες.
Όχι αυτό που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς.
Αυτό είναι οι έγνοιες, δεν είναι ο φόβος.
Ο φόβος που δυναμώνει,
σαν φασαρία λίγο πριν μια ομιλία,
αυτός είναι ο πραγματικός, ο τραχύς
μα τόσο εξωπραγματικά άυλος φόβος.
Όχι ο φόβος του θανάτου.
Οχι.
Αυτό είναι μια εγωιστική έγνοια.
Ο φόβος που βουίζει στ' αυτιά και στα βουλώνει 
την στιγμή που ξέρεις πως θα σου ανακοινώσουν ένα θάνατο.
Αυτός.
Ο φόβος που λίγο πριν κλείσεις τα μάτια,
εύχεσαι να μην πεθάνεις καθώς κοιμάσαι
γιατί δεν το έχεις πει σε κανέναν.
Όχι ο φόβος για τους ανθρώπους.
Αυτό είναι ασθένεια, δεν είναι φόβος.
Ο φόβος για τις ικανότητες
και τις δυνατότητες
που διαθέτει ένα σώμα
με μαυρισμένη ψυχή.
Αυτός ο φόβος.
Ο φόβος που κολυμπάει
ανενόχλητος
κι ανεμπόδιστος
στις παραλίες του μυαλού
και παραθερίζει σαν αλλόγλωσσος
και αλλόφρων τουρίστας
που πετάει σκουπίδια παντού
και φωνάζει
και θέλει να επιβάλλεται σαν τουρίστας
και επαναλαμβάνει συνεχώς πως θα ξανάρθει σίγουρα
και που δεν κλείνει τραπέζι
γιατί αισθάνεται πάντα ευπρόσδεκτος.
Αυτόν τον φόβο,
δεν μου πες τελικά,
τον ξέρεις;

Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου

για να επισκεφτείς το blog του Οδυσσέα πάτησε εδώ.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

το σύντομο μανιφέστο ενός τεμπέλη


όταν ο εαυτός μου θέλει να τεμπελιάζει, τον αφήνω.
τον αγαπώ τον εαυτό μου, του κάνω όλα τα χατίρια. σαν να είναι το κακομαθημένο μου παιδί. ποτέ μου δεν έκανα παιδιά. μου έκαναν τα αδέλφια μου ανίψια. μου πάει ο ρόλος του θείου. μηδέν ευθύνες, μόνο παιχνίδι κι ατελείωτος χαβαλές. όσο σκατοχαρακτήρας κι αν είσαι το ανίψι πάντα σε αγαπάει πιο πολύ από τους γονιούς του. οπότε εγώ που είμαι γαμάτος, φαντάζεσαι.
μια μέρα θα γίνω σκηνοθέτης. θα γυρίσω σημαντικές ταινίες, όχι κουλτουριάρικες, απλές, καθημερινές. αν κάνεις τον κόπο θα βρεις μέσα τους βαθιά νοήματα, όμορφες αλήθειες.
πάντοτε ήθελα να γυρίσω ταινίες απλώς παλιότερα ήμουν ανασφαλής αλλά δεν πίεσα τον εαυτό μου.
του έδωσα το περιθώριο να αντιμετωπίσει τις ανασφάλειες του.
και τώρα είμαι ανασφαλής, απλώς λιγότερο. όταν γράφω για τις ανασφάλειες μου τις ξορκίζω, γίνονται αδύναμες. μια μέρα από το πολύ γράψιμο θα μείνουν ανάπηρες και δεν θα  μπορούν να με κυνηγούν πια.
μου αρέσει να γράφω. χάνεται όλος ο κόσμος. μένει μόνο το χαρτί που γράφω και οι νότες που ακούω (πάντοτε όταν γράφω βάζω μουσική, λιτές μελωδίες στο πιάνο. τώρα ακούω το 100 Hearts του Petrucciani). 
ο Ταρκόφσκι γράφει πως η τέχνη είναι μια απόπειρα να ξεφύγουμε από την ασκήμια του κόσμου. θα προτιμούσα να ήταν όμορφος ο κόσμος και άχρηστη η τέχνη.
θα εξομολογηθώ κάτι. ποτέ δεν έχω δει ολόκληρη ταινία του Ταρκόφσκι. μόνο το Σολάρις κι αυτό γιατί είχα πάει με μια κοπέλα και ντρεπόμουν να φύγω. επίσης δεν μου αρέσει ο Γκοντάρ. ούτε ο Βέντερς. για τον Φελίνι δεν έχω αποφασίσει ακόμη. λατρεύω τον Μπέργκμαν (και του οφείλω ευγνωμοσύνη για τις εφηβικές φαντασιώσεις με την Μπίμπι Άντερσον).
όταν γυρίσω ταινία θα κλέψω από τον Ταρκόφσκι. θέλω να γίνω ο τρικεριώτης Ταρκόφσκι. και από τους άλλους θα κλέψω.
έχω μια απλουστευτική προσέγγιση για την ζωή. και για τον κινηματογράφο το ίδιο.
do whatever makes you feel happy.
untroubled.
satisfied.
ίσως φταίνε τα δεκαπέντε χρόνια που έζησα στην Αμέρικα. ίσως φταίει η κοκακόλα που μου έδινε η μάνα μου από έξι μηνών.
ίσως δεν φταίει τίποτα.
ίσως είναι γραφτό κάποιοι άνθρωποι να διάγουν τους βίους τους απροβλημάτιστοι. για να έχουν την άνεση να κάνουν τις απλές τους ταινίες που θα βλέπεις εσύ και να ψάχνεις τα βαθύτερα νοήματα και μετά να προσπαθήσεις να κάνεις τον κόσμο πιο όμορφο.
όταν ο εαυτός μου θέλει να τεμπελιάζει, τον αφήνω.
όταν θέλει παγωτό τον αφήνω να φάει όσο θέλει .

Γιώργος Τρίκερι.




για περισσότερες χειροποίητες δημιουργίες πάτησε εδώ





Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Jazzmine says.....M.


Gustav Klimt -Danae 1907




Σα σήμερα γεννήθηκε η Μαρία Μ.



Όταν ήμουν παιδί κάπου 11 χρονών, ρουφούσα με απληστία τα κουτσομπολιά της γειτονιάς που την αφορούσαν, κρυβόμουν κάτω απ’ το καρυδένιο τραπέζι της ανατολικής τραπεζαρίας που η μαμά μου φίλευε τις φίλες της ακριβό τσάι και χολή:



- «Έχει κάνει συμφωνία με το διάβολο»

- «Ρουφάει το αίμα μικρών παιδιών, θυμάστε που είχαν εξαφανιστεί εκείνα τα δυο πίσω απ’ την Αγορά?»

- «Εγώ τη θυμάμαι καλέ σαν ήρθα παιδούλα απ’ το Αγρίνιο, κοντά καλτσάκια φορούσα ακόμα ίσα που μ’ είχε αποκόψει η μάνα και τότε αυτή ήταν κοτζάμ κοπέλα!»

- «Χωρίς άντρα και παιδιά, είναι αφύσικο, κάτι τέτοιες τις καίγανε τα παλιά τα χρόνια»

- «Καλά τους κάνανε, οι παλιοί ήταν σοφοί!»



Μονάχα η Αναστασία η μουγκή, κουνούσε το κεφάλι της σκεφτική και κοιτώντας έξω απ’ τα παράθυρα έγραφε στο μπιλιετάκι της:

« Η Μαρία δεν είναι σαν και μας» και τίποτε άλλο, σάμπως αυτό να τα εξηγούσε όλα.



Η γειτονιά μας ήταν στο πίσω μέρος μιας μεγάλης λεωφόρου. Τα ψηλά κτίρια στο πλάι της, επέτρεπαν στον ήλιο να κάνει την εμφάνιση του στο δρόμο μας μόνο νωρίς το πρωί, σχεδόν την υπόλοιπη μέρα ήμασταν βουτηγμένοι στο μισοσκόταδο.



Η Μαρία ήταν νησιώτισσα, μας είχε έρθει από τη Νάξο κι ορκίζομαι πως σαν άφηνε τη σοφίτα της και κατέβαινε για τα ψώνια της ημέρας, άφηνε στο διάβα της μια λεπτή γραμμή χρυσαφιού σα να λιώνανε κάτω απ’ τις σόλες της, ηλιαχτίδες.

Τη θυμάμαι πάντα γλυκομίλητη, λεπτή σαν αιθέρας, σαν άνεμος, σα μουσική, μια γυναίκα που δεν τη χωρούσε το μυαλό σου, που σου διέφευγε, νέα κι άσπιλη σα νιογέννητη νιφάδα, μια γυναίκα που δεν μπορούσες να της συγχωρέσεις το ότι δεν την άγγιξε η άλλη πλευρά του Καθρέφτη.



Μια φορά είχαμε σκαρφαλώσει όλα τ’ αγόρια, πάνω στο παλιό εργοστάσιο, ερειπωμένο τώρα, κι όπως ήμασταν ξαπλωμένοι στην ταράτσα είδα απέναντι μου και λίγο πιο κάτω το δωμάτιο της Μαρίας.

Σύρθηκα όσο πιο μπροστά μπορούσα σχεδόν σφηνώθηκα στα φαγωμένα κάγκελα και κοίταξα μέσα.

Να τι θυμάμαι:

Τη Μαρία ξαπλωμένη στο ξύλινο πάτωμα φυλακίζοντας τον ήλιο πάνω στο ηλιοκαμένο της κορμί, το πολύχρωμο μαντήλι που συγκρατούσε τα ξανθά μαλλιά της, τη σκόνη που χόρευε γύρω της φτιάχνοντας ένα νεφέλωμα από φως, το βιβλίο που ανάσαινε ήσυχα σαν χορτάτος εραστής δίπλα στη γλάστρα με τα μαβιά άνθη, το τσιγάρο που έκαιγε στα δάχτυλα της με μια γλυκερή πιπεράτη μυρωδιά που σ’ έκανε να πεινάς, να λιμοκτονείς, να λαχταράς.

Τον Αφρικάνικο άνεμο.

Τα κόκκινα βαμμένα νύχια.

Το Σεβιλλιάνικο φλαμέγκο στο τραντζίστορ.

Την κάψα του μεσημεριού.



Και τότε είχα εκείνη την παράδοξη σκέψη:

Η Μαρία δε θα γεράσει ποτέ.

Οι Μαρίες αυτού του κόσμου, δεν γερνούν

Η Μαρία δεν είναι σαν και μας.



Ήμουν 11 χρονών.

Και μ’ αυτή τη σκέψη έγινα άντρας.


Jazzmine in a pot

πρωταπριλιά


ενός λεπτού κραυγή
για τα αδέσποτα σκυλιά 
που αγαπούν τον ήλιο
για τους άστεγους ψαράδες
που ψάχνουν δόλωμα
στα τσιμέντα
βρες ένα κύμα
ένα λουλούδι
κάτι να μην είναι πλαστικό
ούτε μεταλλαγμένο
χόρεψε σε ένα κομμάτι αμμουδιά
άκου τι σου λένε τα πουλιά
σε ένα χαρτόνι γράψε
τι ζητάς
φώναξε το
τραγούδησε το
σου το έχω πει χίλιες φορές
μόνο η Άνοιξη μας ανήκει.
καλό μας μήνα.

Γιώργος Τρίκερι